(Ευχαριστούμε τον κο Ρεπούνδιο Λάζαρο που μας εμπιστεύτηκε το
πόνημά του)
του Λάζαρου Ρεπούνδιου
Ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσω να γράψω μια τεκμηριωμένη ιστορία του ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού. Μια ιστορία χωρίς όλα τα λάθη και τις παρερμηνείες που εμφανίζονται στα περισσότερα κείμενα από άτομα είτε ακόμα και από Μεγάλες Στοές.
Στο πλαίσιο του σχεδιασμού προσπάθησα να επισημάνω κάποιες σημαδιακές χρονιές που εμφανώς ή αφανώς επηρέασαν αποφασιστικά την τεκτονική πορεία. Τα σχόλια σε κάθε χρονιά είναι «τηλεγραφικά» ώστε να λειτουργούν απλώς σαν aide-mémoire. Οι δύο πρώτες χρονολογίες αναφέρονται μόνο και μόνο γιατί έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν και εξακολουθούν να εμφανίζονται ακόμα σε κείμενα.
1714 Σε διάφορα κείμενα αναφέρεται ότι η πρώτη Στοά λειτούργησε στην Κέρκυρα το 1714. Είναι προφανώς παντελώς ασύστατο δεδομένου ότι συμβολικές στοές στο μεν Ηνωμένο Βασίλειο υπήρχαν από τον 17ο αιώνα αλλά παντού αλλού δημιουργήθηκαν μετά την ίδρυση της Μεγάλης Στοάς του Λονδίνου το 1717. Έχω νομίζω εντοπίσει την πηγή της πληροφορίας σε ένα αδημοσίευτο χειρόγραφο του Γεωργίου Παλατιανού (1828-1910) στο οποίο οι περισσότερες ημερομηνίες είναι λάθος.
1740 Έχει αναφερθεί ότι αυτή τη χρονιά ιδρύθηκε η στοά Beneficenza (Αγαθοεργία) στην Κέρκυρα και ότι πρώτος Σεβάσμιος ήταν ο προβλεπτής της Ενετικής Δημοκρατίας. Ιδιαίτερα απίθανη η πληροφορία εφόσον γνωρίζουμε ότι η Ενετική Πολιτεία ακολούθησε πιστά τις εντολές του Πάπα με την βούλα in Eminenti και κατεδίωξε στον τεκτονισμό σε όλη την περιοχή εξουσίας της. Η πληροφορία φαίνεται να προέρχεται από τον Αντώνιο Δάνδολο.
1781 Στις 30 Αυγούστου υποβλήθηκε η αίτηση ίδρυσης της στοάς Beneficenza στη Μεγάλη Στοά της Βερόνας-Πάντοβα, με Μεγάλο Διδάσκαλο τον Μάρκο Χαρβούρη. Η στοά είχε την πρώτη της συνεδρία στις 13 Ιουνίου 1782. Περίπου την ίδια εποχή αλλά με αβέβαιη ημερομηνία ιδρύεται και η πρώτη στοά στη Ζάκυνθο.
1810 Πραγματοποιείται η πρώτη συνεδρία των συνενωμένων στοών Beneficenza και Philogénie réunis.
1811 Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Παρίσι το Νοέμβριο ο Διονύσιος Ρώμας προσεγγίζει τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας και θέτει τη συνενωμένη στοά υπό την αιγίδα της. Ταυτόχρονα χορηγείται από τη Γαλλία ειδικό δίπλωμα από κοινού στους Ρώμα και Lesseps το οποίο τους παρέχει την εξουσία να ιδρύουν στοές στα Επτάνησα και να τις θέτουν υπό τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας.
1816 Η συνενωμένη στοά μετατρέπεται τον Μάρτιο σε Περιφερειακή Μεγάλη Στοά και ένα μήνα μετά (26 Απριλίου 1816) μετατρέπεται σε Μεγάλη Ανατολή με τον τίτλο «Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος». Παράλληλα με την μετατροπή η στοά, με προτροπή του Διονυσίου Ρώμα, αποφασίζει να αποσυρθεί από τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας και να τεθεί υπό την Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας (ΗΜΣτΑ) και προσφέρει το αξίωμα του Μεγάλου Διδασκάλου στον Δούκα του Σάσεξ πρώτο Μεγάλο Διδάσκαλο της ΗΜΣτΑ. Αποφασίζεται παράλληλα η εκλογή του Άγγελου Χαλκιόπουλου ως πρόσθετου Μεγάλου Διδασκάλου.
1823 Μετά από παρακλήσεις πολλών χρόνων ο Δούκας του Σάσεξ αποδέχεται το Δεκέμβριο το αξίωμα του Μεγάλου Διδασκάλου της Γαληνοτάτης Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος και υπογράφει το σχετικό κονκορδάτο. Ο Δούκας παρέμεινε Μέγας Διδάσκαλος ως το θάνατό του τον Απρίλιο του 1843. Αντίστοιχα και ο Χαλκιόπουλος παρέμεινε Πρόσθετος Μέγας Διδάσκαλος ως το δικό του θάνατο τον Νοέμβριο του 1843.
1843 Ο Αντώνιος Δάνδολος ζητά από τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας και του χορηγείται άδεια λειτουργίας της στοάς Φοίνιξ. Η στοά λειτουργεί ως σήμερα.
1858 Από τα υπάρχοντα τεκμήρια φαίνεται να είναι η τελευταία χρονιά λειτουργίας της Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος. Πληροφορίες που εμφανίζονται στα περισσότερα κείμενα ότι δήθεν είχε διακόψει το 1843 ανατρέπονται από τα σαφή τεκμήρια στη διάθεση των ερευνητών εδώ και αρκετά χρόνια. Την πληροφορία για το 1843 φαίνεται να είχαν κυκλοφορήσει κύκλοι του Δάνδολου.
1857 Στην ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται να λειτουργούν εφτά στοές υπό τη Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας με εγκύκλιο του Κυβερνήτη Καποδίστρια είχαν απαγορευθεί όλες οι «μυστικές» εταιρίες και ο τεκτονισμός.
1862 Ιδρύεται στη Ζάκυνθο υπό την ΗΜΣτΑ η στοά Αστήρ της Ανατολής η οποία το 2012 γιόρτασε τα 150 χρόνια συνεχούς λειτουργίας.
1863 Οι στοές που λειτουργούν στην Ηπειρωτική Ελλάδα παίρνουν ημι-αυτονομία με τη μορφή Διευθυντηρίου από τη Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας.
1867 Η Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας χορηγεί πλήρη αυτονομία στις στοές του Διευθυντηρίου οι οποίες από το 1868 εμφανίζονται ως Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος. Φυσικά η νέα Μεγάλη Ανατολή παρά το γεγονός ότι μεταξύ των μελών είναι τέκτονες προερχόμενοι από τα Επτάνησα, δεν αποτελεί συνέχεια της Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Κερκύρας. Η νέα Μεγάλη Ανατολή τα επόμενα τέσσερα χρόνια λειτουργεί με Διευθυντήριο χωρίς Μεγάλο Διδάσκαλο λόγω ασυμφωνίας των μελών του Διευθυντηρίου για τον κατάλληλο για το αξίωμα.
1871 Έρχεται στην Ελλάδα από την Αγγλία ο Δημήτριος Ροδοκανάκις ο οποίος προσκλήθηκε να αναλάβει Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής και ταυτόχρονα ανέλαβε να ιδρύσει και εγκαταστήσει Ύπατο Συμβούλιο του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου. Ο Ροδοκανάκις περιηγείται την Ελλάδα για να οργανώσει την πρώτη γενική συνέλευση η οποία πραγματοποιείται τον Ιούλιο 1872 οπότε ιδρύεται και το Ύπατο Συμβούλιο.
1893 Η Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος επεκτείνει την εξουσία της στην τότε κατεχόμενη από τους Άγγλους Κύπρο με την ίδρυση της στοάς Ζήνων στη Λεμεσό.
1895 Πραγματοποιείται σχίσμα στη Μεγάλη Ανατολή και το Ύπατο Συμβούλιο. Ως το 1911 λειτουργούν παράλληλα δύο ως τρεις Μεγάλες Στοές και Ύπατα Συμβούλια.
1911 Εξομαλύνονται οι διαφορές και πλέον λειτουργεί μία Μεγάλη Στοά και ένα ανεξάρτητο Ύπατο Συμβούλιο. Οι σχέσεις των δύο σωμάτων διέπονται από μία σειρά συμφωνιών (κονκορδάτων) που υπογράφηκαν από το 1911 με τελευταίο το 1985. Επισημαίνεται ότι σε όλα τα κονκορδάτα υπήρχε έντονη η εκχώρηση εξουσιών από τη Μεγάλη Στοά προς το Ύπατο Συμβούλιο και αυτό ήταν ένα από τα προβλήματα του 1992. Η εκχώρηση αφορούσε κυρίως παροχή ετεροδικίας στα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου και επίσης περίπου ως τα μέσα τη δεκαετίας του 50 τα τυπικά των συμβολικών βαθμών φέροντο να εκδίδονται από το Ύπατο Συμβούλιο.
1932 Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κυκλοφόρησε την καταδίκη του τεκτονισμού παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής οι οποίοι είχαν κληθεί να γνωματεύσουν είχαν αποφανθεί κατά της καταδίκης.
1935 Στον Καταστατικό χάρτη τροποποιείται ο τίτλος σε Μεγάλη Ανατολή-Μεγάλη Στοά της Ελλάδος. Μετά το τέλος του Πολέμου το 1945 η επωνυμία έγινε πλέον Μεγάλη Στοά της Ελλάδος.
1941 Με την έναρξη της γερμανικής Κατοχής αναστέλλονται οι εργασίες της Μεγάλης Στοάς. Το κτίριο της στοάς επιτάχθηκε από τους κατακτητές οι οποίοι και κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν μέσα από έπιπλα, αρχεία κοκ.
1945 Πραγματοποιείται στις 3 Μαρτίου η πρώτη συνεδρία του Συμβουλίου της Μεγάλης Στοάς μετά την απελευθέρωση και καθορίζονται οι διαδικασίες για την επανάληψη των εργασιών. Μεταξύ των διαδικασιών είναι κι η απομάκρυνση από την αδελφότητα όσων είτε συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις είτε συμμετείχαν σε «ανατρεπτικές» οργανώσεις. Με τη υλική βοήθεια των τεκτόνων των ΗΠΑ και τη συμπαράσταση της Κυβέρνησης το μέγαρο της Μεγάλης Στοάς απελευθερώνεται από την επίταξη και κάποιους καταληψίες και ανακαινίζεται.
1967 Εγκαινιάζεται το Μάρτιο το νέο τεκτονικό μέγαρο το οποίο είναι σήμερα σε χρήση. Η ανέγερση χρηματοδοτήθηκε με την έκδοση ομολογιακού δανείου μεταξύ των μελών.
1975 Εισάγεται στην Ελλάδα ο αμερικανικός τύπος γνωστός ως Τύπος της Υόρκης από πρωτοβουλία ορισμένων αδελφών σε επαφή με δύο Έλληνες του εξωτερικού μέλη του Τύπου. Στις ιδρυτικές τελετές συμμετέχουν μέλη του Συμβουλίου της Μεγάλης Στοάς και του Υπάτου Συμβουλίου. Όμως στη συνέχεια κρατούν αποστάσεις και η Μεγάλη Στοά εμμέσως αρνείται να υπογράψει συνθήκη αμοιβαίας αναγνώρισης των δύο σωμάτων.
1981 Στο τέλος της χρονιάς σε συνεδρίαση του Συμβουλίου της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος μετά από αιφνίδια παραίτηση του τότε Μεγάλου Διδασκάλου και με μια αμφιλεγόμενη διαδικασία εκλέγεται νέος Μέγας Διδάσκαλος. Στη διαδικασία αυτή αντιτίθενται διάφοροι αδελφοί με πρώτο τον τότε Πρόσθετο Μεγάλο Διδάσκαλο. Το θέμα παραπέμπεται στη Γενική Συνέλευση του Ιανουαρίου 1982 όπου μετά από μια συνεδρίαση με εντάσεις η οποία διάρκεσε περίπου δώδεκα ώρες και μετά από ψηφοφορία η Γενική Συνέλευση ενέκρινε την εκλογή του νέου Μεγάλου Διδασκάλου. Την επομένη το βράδυ ο τότε Πρόσθετος Μέγας Διδάσκαλος πέφτει σε κώμα μετά από εγκεφαλικό και πεθαίνει δυο βδομάδες μετά.
1985 Με την εγκύκλιο 7 η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος απαγορεύει ουσιαστικά τη συμμετοχή των μελών στον Τύπο της Υόρκης.
1986 Μεγάλη ομάδα τεκτόνων της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος από την Πάτρα και την Αθήνα με επικεφαλής στελέχη του Τύπου της Υόρκης αποχωρούν ομαδικά και ιδρύουν την Εθνική Μεγάλη Στοά. Το ενδιαφέρον είναι ότι αποφασίζουν να ακολουθήσουν πιστά τα Τυπικά και τις διαδικασίες της ΗΜΣτΑ καθώς και τα συστήματα επιγενόμενων βαθμών της Αγγλίας εγκαταλείποντας ουσιαστικά τον Τύπο της Υόρκης.
1992 Η ΗΜΣτΑ θέτει διάφορα ζητήματα σχετικά με την εξουσία της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος σε συνάρτηση με τα κονκορδάτα μεταξύ Μεγάλης Στοάς και Υπάτου Συμβουλίου και επίσης καθόσον αφορά την συμμετοχή της σε θέματα πολιτικού περιεχομένου με επίκεντρο το θέμα της Μακεδονίας. Μετά από ένα αδιέξοδο ανταλλαγής επιστολών η ΗΜΣτΑ αίρει την αναγνώριση της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος την επόμενη χρονιά και σχεδόν ταυτόχρονα αναγνωρίζει της Εθνική Μεγάλη Στοά.
1993 Η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος καταγγέλλει το ισχύον κονκορδάτο και ταυτόχρονα θέτει υπό την αιγίδα της τον Τύπο της Υόρκης ενώ παράλληλα μεταφέρει στον καταστατικό της χάρτη την αγγλική ορολογία κατά την οποία ο τεκτονισμός έχει τρεις βαθμούς συμπεριλαμβανόμενης της τάξεως της Βασιλικής Αψίδας.
1999 Αίρεται η αναγνώριση της Εθνικής Μεγάλης Στοάς σε μια προσπάθεια της ΗΜΣτΑ να πιέσει τις δύο Μεγάλες Στοές να έλθουν σε κάποια μορφή συνεργασίας ή και συνένωσης.
2000 Με δεδομένο ότι η άρση της αναγνώρισης των δύο Μεγάλων Στοών δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα και λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Αγγλία στην Κύπρο και τη Ζάκυνθο επαναφέρεται από την ΗΜΣτΑ η αναγνώριση προς τη Μεγάλη Στοά της Ελλάδος με παράλληλη δήλωση ότι και η Εθνική θεωρείται Κανονική έστω και χωρίς αναγνώριση.