Ο όρος μυστικισμός προέρχεται από την Ελληνική λέξη μυστικός. Μπορεί να οριστεί ως η διδασκαλία της κατάστασης ένωσης του ανθρώπου με το θείο. Επικεντρώνεται στην προσπάθεια του ανθρώπου να πετύχει την ταύτιση –ένωση με κάποια απώτερη απροσδιόριστη πολλές φορές μη αισθητή πραγματικότητα . Αυτήν την απροσδιόριστη πραγματικότητα, της οποίας την πλήρη ουσία της δύναται μόνο να σκιαγραφήσει, μπορεί να την πλησιάσει μόνον εάν αντιληφθεί τη φύση μέσω συνειδητής διαίσθησης και κατανόησης.
Ο άνθρωπος είτε αισθάνεται το θείον ως κάτι το υψηλό και μεγαλειώδες, το οποίο γεννά στη ψυχή του το ιερό δέος είτε βιώνει το θείο ως κάτι συγγενικό προς αυτόν , για το οποίο τρέφει αισθήματα αγιότητας και ποθεί να συνδεθεί.
Είναι κοινή πεποίθηση τόσο σε αυτούς που έχουν βιώσει κάποια μυστική εμπειρία όσο και σε αυτούς που την έχουν απλά μελετήσει ότι το μυστικό όραμα είναι άρρητο
[1]. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να ορισθεί με λογική ακρίβεια. Συχνά , για να προσεγγίσει κάποιος αυτό που λέμε μυστικισμό θα πρέπει να πιστεύει σε ένα ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα μια εικονική συμπαντική δομή μέσα στην οποία ο υλικός κόσμος και η παρούσα ζωή αποτελούν το κατώτερο επίπεδο . Οι στόχοι που τίθενται είναι η υπέρβαση της ύλης, η κατανόηση νοημάτων και εννοιών βαθύτερων και μη ορατών στα μάτια της μάζας και εν τέλει η εξύψωση του μυστικιστή σε ένα άλλο ανώτερο επίπεδο το οποίο είναι απαλλαγμένο από τα κοσμικά πάθη και συνήθειες και που του ανοίγει το δρόμο για την ένωση του με το θείο.
Φαντάζει, ως συλλογιστική, παρακινδυνευμένη να πούμε ότι ο μυστικισμός είναι άμεσο βίωμα διότι έτσι θα θέταμε εκτός τις εμπειρίες που επιτυγχάνονται με τη μεσολάβηση των μυστηρίων ή άλλων μέσων. Η χρήση των συμβόλων , της αλληγορίας, του μυστηριώδους , ακόμη και η καλοπροαίρετη φαντασιοπληξία μπορούν να συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Επομένως δύναται να ειπωθεί ότι πολλά ετερόκλητα πράγματα μπορούν να οδηγήσουν στο να πετύχει ο μυστικιστής το σκοπό του.
Ενα αρκετά δύσκολο πρόβλημα το οποίο έχει απασχολήσει τους <<ειδικούς>> και όχι μόνον είναι η σχέση του μυστικισμού με την πειθαρχημένη- συντεταγμένη σκέψη πάνω στα δεδομένα της θρησκείας που είναι γνωστά ως θεολογία. Η σχέση μυστικισμού και οργανωμένης θρησκείας εμφανίζεται ιδιότυπη , ένα μείγμα σεβασμού και δυσπιστίας. Ο μυστικισμός συχνά έρχεται σε αντιπαράθεση με τη θρησκεία και , γενικά, θεωρείτε πιο αυθεντικός και πιο αντικειμενικός
[2]. Πάντως οι δύο αυτές μορφές θρησκευτικότητας δεν αλληλοεξουδετερώνονται αλλά έχουν υπάρξει συχνά πλάι –πλάι και συχνά έχουν παρουσιάσει το ίδιο πρόσωπο.
Θα λέγαμε ότι κυρία κατεύθυνση του μυστικισμού , σε ένα βαθύτερο επίπεδο, φαίνεται να εκδηλώνεται στον πανθεϊστικό του χαρακτήρα όπου υπάρχει η γενική παραδοχή ότι ο θεός βρίσκεται μέσα σε όλα και όλα βρίσκονται μέσα στο Θεό. Και αυτό είναι λίγο δύσκολό να συμβαδίσει με μία θρησκεία η οποία στηρίζεται σε δόγμα
[3]. Για παράδειγμα στην Κίνα ο μυστικισμός εμφανίζεται με την μορφή του Ταοϊσμού στις Ινδίες με τη μορφή του Βραχμανισμού και στην Ελλάδα με τα μυστήρια του Διονύσου και του Ορφέα. Ένας λοιπόν μυστικιστής δεν θα αποκλείσει τίποτα από τα παραπάνω ούτε θα διστάσει να αφεθεί σ’ αυτούς τους ωκεανούς της γνώσης για να πετύχει το σκοπό του. Όμως γίνεται αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο , στα στενά πλαίσια κάποιου θρησκευτικού δόγματος είναι δύσκολο να υλοποιηθεί εάν όχι απαγορευμένο.
Πάντως για να αποφευχθούν οι παρερμηνείες πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι ως προς τα χαρακτηριστικά του μυστικισμού. Η W R Inge (1889) είχε διακρίνει ως χαρακτηριστικά του μυστικισμού :
1) Την εσωτερική γνώση
2) Την ησυχία
3) Ενδοσκόπηση
4) Την παραμέληση των υλικών πραγμάτων
Τον 20ο αιώνα (1902) ως χαρακτηριστικά αναγνωρίζονται από τον W. James :
1) Το ανέκφραστο
2) Το νοητικό στοιχείο εφόσον η μυστική εμπειρία επιζητεί μια ολική αντίληψη του σύμπαντος
3) Παθητικότητα
4) Η παροδικότητα
Οσο λοιπόν και να υποστηρίζουν κάποιοι ότι υπάρχει κοινός παρονομαστής κάτω από τις πολλές μορφές του μυστικισμού ή όσο και να διατυμπανίζουν ότι κατέχουν την μαγική συνταγή πιστεύω ότι κάθε μυστική εμπειρία διατηρεί κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το προσωπικό, κάτι το μοναδικό.
Βυζαντινός Μυστικισμός
Σε ολόκληρη την περίοδο του Βυζαντίου το κυριότερο ίσως μέσω εκδήλωσης του μυστικισμού αποτελούσε ο ασκητισμός. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε η διάδοση του πνεύματος του ασκητισμού. Η έρημος της Αιγύπτου θα γίνει το πεδίο <<δράσης>> όλων εκείνων οι οποίοι αποφασισμένοι να έλθουν σε επαφή με το θείο εγκαταλείπουν τα εγκόσμια και αποσύρονται σε μια εθελούσια εξορία και απομόνωση . Έλπιζαν ότι με την απόλυτη αποκοπή από τα εγκόσμια θα εξασφάλιζαν την άνεση και τη <<σχόλη>> καθώς και το ιδανικό περιβάλλον που θα τους βοηθούσε στην τελείωσή τους. Είναι η εποχή του Αγ.Αντωνίου και του Παχωμίου. Οι περισσότεροι από τους αναχωρητές πίστευαν ότι η θεοποίηση περνούσε από την προσευχή και δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι αμελούσαν την αγαθοεργία, την τακτική κοινωνία των μυστηρίων τη διδασκαλία για χάρη της. Επίσης ο Ευάγριος έδωσε στους μυστικιστές το λεξιλόγιό τους ∙ ένα νεοπλατωνικό λεξιλόγιο γιατί αυτό ήταν η υπάρχουσα γλώσσα της θρησκευτικής σκέψης. Τα έργα του καταδικάσθηκαν μετά το θάνατό του αλλά η γλώσσα του έμεινε.
Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε ο μυστικιστής συγγραφέας Μακάριος ο οποίος πίστευε ότι η προσευχή δια της οποίας θα επέρχετο η επαφή με το θείο έπρεπε να είναι η επανάληψη της λέξης Θεός , Άρχων ή Ιησούς.Είχε μια φιλοσοφία πιο κοντά στους Στωϊκούς πιστεύοντας ότι η καρδια αποτελεί το εστιακό σημείο του σώματος , η έδρα της διάνοιας και της ψυχής και οποιαδήποτε χάρη δίνοντας στον άνθρωπο πήγαινε και φώλιαζε εκεί. Ο Μακάριος κατηγορήθηκε ότι προσχώρησε στο αιρετικό δόγμα των Μεσαλλιανών Ευχιτών
[4] .
Σταδιακά ο μοναχισμός θα πάρει τόσο μεγάλη ανάπτυξη και θα αποκτήσει μεγάλη ηθική επιβολή ώστε οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες έπρεπε να έχουν υπόψη τους τη γνώμη των μοναχών σε μεγάλες εκκλησιαστικές , θρησκευτικές και πολιτικές υποθέσεις. Θα λέγαμε ότι φαντάζει τελείως φυσιολογική μια τέτοια κατάσταση σε μία κοινωνία όπως η Βυζαντινή που δεν ελπίζει απλώς να συλλάβει το ρυθμό της αιωνιότητας , δεν θέλει απλώς να τη προσεγγίσει θεωρητικά αλλά και να την πραγματώσει στην επίγεια ζωή.
Θα λέγαμε ότι με τη σταδιακή καθιέρωση του ορθολογισμού ,ως αντίδραση στην πρωτοκαθεδρία του νου αναδεικνύεται ο μυστικισμός των <<Ησυχαστών στο Βυζάντιο>>. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο ασκητισμός αποτελούσε τον κύριο τόνο της ζωής. Οι ασκητές βίωναν όλο και περισσότερο τη μυστική ουσία της θρησκείας την οποία ασπάζονταν. Τα πάντα στη ζωή τους ακόμη και τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα αποκτούσαν ένα συμβολικό νόημα το οποίο εναρμονίζονταν με την ιδιοσυγκρασία και τους στόχους τους, τη μόρφωση τους και κυρίως με τις επιδιώξεις τους καθενός. Αυτή η διαφοροποίηση οδήγησε στη δημιουργία δύο κατευθύνσεων που λαμβάνει ο μυστικισμός της εποχής. Από την μία δημιουργείται ο πρακτικός –επιφανειακός μυστικισμός όπου έχει μια λαϊκότερη μορφή και που είναι πιο προσιτός στο μέσω Βυζαντινό μοναχό της εποχής και από την άλλη μια υψηλότερη θεωρητική πορεία περισσότερο πνευματική.
Το πρώτο είδος μυστικισμού έχει ως κύριο θέμα την πάλη κατά της σαρκός. Το σώμα ως ύλη ταυτίζεται με το κακό. Πρέπει λοιπόν να παιδευτεί, να υποφέρει και μέσω αυτής της δοκιμασίας να αφήσει το πνεύμα να ταξιδέψει στην αρετή και την ολοκλήρωση. Προσπαθεί να νεκρώσει το σώμα αλλά να κρατήσει ζωντανό το νου. Στις ατελείωτες ώρες μοναξιάς ο ασκητής μελετά το θάνατο. Και λέγοντας θάνατο δεν εννοούμε τον βιολογικό αλλά τον πνευματικό. Ο βιολογικός θάνατος φόβιζε μόνον ως προς το γεγονός ότι μπορεί να έλθει όταν ο ασκητής δεν ήταν έτοιμος να συναντήσει το θείο. Στοιχεία της Κυνικής
[5]και Στωικής
[6]φιλοσοφίας είναι διάσπαρτα σε αυτού το είδος το μυστικισμό αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια αναγέννηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας αφού όλα τα στοιχεία είναι βαφτισμένα στη θρησκευτική πίστη της εποχής.
Ο κυριότερος εκφραστής αυτού του ρεύματος υπήρξε ο Άγιος Ιωάννης ο Κλίμαξ ή ο σχολαστικός (525-605). Το προσωνύμιο κλίμαξ του το απέδωσαν από το ομώνυμο σύγγραμμα του ενώ το σχολαστικός για τη μεγάλη του μόρφωση. Ο Αγ.Ιωάννης μας παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμός πνευματικότητας στον οποίο μπορούσε να φθάσει ο λαϊκότερος μυστικισμός. Στους λόγους του βρίσκουν τον ανώτερο ερμηνευτή η δίψα για την τελειότητα και η αγάπη για την πολιτεία των αγγέλλων δηλαδή την κοινότητα των μοναχών.
Το βιβλίο περιγράφει την πορεία προς τη θέωση σαν την ανάβαση σε μια σκάλα προς τον ουρανό, κάθε σκαλί της οποίας είναι μια αρετή που πρέπει να κατακτήσει ο πιστός για να πετύχει το σκοπό του και να μην κατακρημνιστεί από αυτή. Το έργο του η Κλίμαξ χωρίζεται σε 30 κεφάλαια όσα και τριάντα χρόνια της κρυφής ζωής του Χριστού. Ο συγγραφέας στηρίζει το έργο του στην πεποίθηση ότι το μοναστήρι είναι η προπαρασκευαστική σχολή για τη μέλλουσα ζωή. Ο μοναχός οφείλει να περάσει ολόκληρη τη ζωή του ως μαθητής ώστε να αποκτήσει τα εφόδια για να κατακτήσει την τελειότητα. Στον αγώνα αυτό ο μοναχός θα ήταν εγωιστικό να πιστεύει ότι μπορεί παλέψει μόνος χρειάζεται άνωθεν βοήθεια. Πρέπει να φθάσει στον ανώτερο βαθμό της ταπεινοφροσύνης , να εξαλείψει κάθε ίχνος εγωισμού ώστε να προσκολληθεί στον ποιμένα. Και ποιος είναι ο ποιμένας. Σύμφωνα με τον Αγ. Ιωάννη εκείνος που μπορεί με την αγαθότητά του με την ενεργό δράση του και την προσευχή του να αναζητά και να βρίσκει απολωλότες. Αφού ο μοναχός νικήσει όλες τις αδυναμίες της σάρκας και της ψυχής και αφού αποχωρίσει από τον κόσμο , με ζωηρή αγάπη γα το θεό και την αρετή , τότε φθάνει στην άγια ησυχία του σώματος και της ψυχής. Διότι ΄΄βία πράγματι και συνεχείς οδύνες πρέπει να έχουν όσοι επιχειρούν να ανέβουν στον ουρανό με το σώμα τους. Και μάλιστα στις αρχές της μοναχικής ζωής μέχρις ότου οι φιλίδονες τάσεις και η σκληρότης της καρδιάς μεταστραφούν με τη βαθειά λύπη και το πένθος σε αγάπη προς το Θεό και αγνότητα’’. Το επόμενο και ουσιαστικότερο βήμα, απώτερος σκοπός της όλης του προσπάθειας είναι η τελική ένωση με τον θεό. Αυτό το πετυχαίνει με την προσευχή.
Από την άλλη πλευρά , όπως είπαμε παραπάνω , δίπλα σε αυτόν το συχνά στείρο μυστικισμό που αναλώνονταν σε μεγάλο βαθμό στον αγώνα κατά των εξωτερικών πειρασμών , αναπτύχθηκε ένα άλλο είδος μυστικισμού όπου υπερνικά το προηγούμενο και προσαρμόζει φιλοσοφικές θέσεις του παρελθόντος στη νέα θρησκεία η οποία μέσω αυτού αποκτά πιο ελληνικό χαρακτήρα από ότι στην πρώιμη περίοδο όπου είχε καθαρά ανατολίτικο χρώμα. Από τον 6ο -7ο αιώνα ο Μάξιμος ο Ομολογητής είχε θέσει δύο δρόμους για την αναζήτηση της αλήθειας. Ο ένας από αυτούς είναι ο δρόμος της εσωτερικής ενόρασης και ο άλλος ο δρόμος του λόγου και του νου. Είναι η περίοδος που ετέθει το θεολογικό πρόβλημα περί της ουσίας των ενεργειών του θεού και έλαβε χώρα η σύγκρουση μεταξύ μυστικής θεολογίας και της θρησκευτικής φιλοσοφίας όταν ο θεός της Αποκαλύψεως και της θρησκευτικής εμπειρίας ευρέθει αντιμέτωπος με το θεό των φιλοσόφων και των σοφών του μυστικιστικού πεδίου. Ένα αμάλγαμα αυτών των δύο ίσως αποτέλεσε την ιδανική συνταγή για τους μυστικιστές της αποχής.
Οπως προαναφέραμε ο σημαντικότερος εκφραστής αυτού του ρεύματος υπήρξε ο Μάξιμος ο Ομολογητής (580-).Ο Μάξιμος δέχονταν ότι υπήρχαν δύο είδη αλήθειας , δεδομένου ότι για να την αποκτήσει κανείς χρησιμοποιεί το λόγο ή το νου. Το πρώτο είδος, αυτό που αποκτάται με το λόγο είναι η ανθρώπινη γνώση . Για να είναι δυνατή η γνώση πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στον αισθητό
[7]και τον νοητικό κόσμο. , κάτι το οποίο ο Μάξιμος προσπαθεί να το λύσει με την αλληγορία και το συμβολισμό. Ο κάθε ένας από αυτούς τους κόσμους είναι αλληγορία και συμβολισμός του άλλου αλλά για όσους έχουν μάτια να τον δουν. Ο συμβολισμός και η αλληγορία θεμελιώνουν και προϋποθέτουν μια εντελώς ορθολογική θεωρία της γνώσης.
Το δεύτερο είδος είναι η ενόραση του νου που ενώνει τον άνθρωπο με τον θεό. Για να φθάσει κανείς στο σημείο της ενόρασης χρειάζεται μια ασκητική και μερικές αρετές. Αυτές είναι η αγάπη, η σωφροσύνη και η προσευχή. Χωρίς αυτά η ψυχή δεν δύναται να έλθει σε κοινωνία με τον θεό. Η πρώτη αρετή καταπραΰνει το θυμικό, η δεύτερη κάμπτει την επιθυμία και τέλος η προσευχή χωρίζει το νου από όλες τις σκέψεις και τον παρουσιάζει <<γυμνό>> μπροστά στο θεό.
Εχοντας λοιπόν δύο αλήθειες έχουμε και δύο βαθμούς τελειότητας του ανθρώπου. Το γινώσκεις και το είναι. Το πρώτο είναι ιδίον του ανθρώπου ενώ το δεύτερο είναι ιδίον του του θεού. Η χάρη του θεού μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στο είναι. Τέλος δεν σημαίνει ότι το γιγνώσκειν μιας και είναι κατώτερο του είναι δεν έχει χρησιμότητα. Θα λέγαμε ότι αποτελεί το πρώτο σκαλοπάτι τον πρώτο βαθμό που προετοιμάζει τον άνθρωπο να φθάσει στην ενόραση και την τελική ένωση.
Ο κόσμος σύμφωνα με τον Μάξιμο που αποτελείται από τα ορατά και αόρατα είναι άνθρωπος. Και ο άνθρωπος είναι κόσμος που αποτελείται από ψυχή και σώμα. Τα νοητά αναλογούν προς την ψυχή , όπως ακριβώς και η ψυχή προς τα νοητά. Τα αισθητά ακόμη αντιστοιχούν προς το σώμα όπως και το σώμα προς τα αισθητά. Ο αισθητός κόσμος ολοκληρώνεται με το νοητό όπως το σώμα με την ψυχή και γίνεται ένας κόσμος από τους δύο όπως ένας άνθρωπος από το σώμα και την ψυχή μαζί, χωρίς καθένα από τα δύο αυτά , που είναι δεμένα με ένωση μεταξύ τους , να αποκρούει το άλλο και να το διώχνει , εξαιτίας του νόμου που έβαλε εκείνο που τα έδεσε μαζί.
Τέλος θα πρέπει να γίνει και μια απλή αναφορά, προς οικονομία χρόνου στον Συμεών το Νέο Θεολόγο ο οποίος προσπάθησε να συνθέσει την πνευματική πορεία του Μαξίμου με την ασκητική του Κλίμακος. Αυτός υπήρξε ο μέγιστος των Βυζαντινών μυστικιστών και ένας από τους λίγους που θέλησαν να περιγράψουν τη μυστική εμπειρία. Ο ίδιος πρέσβευε ότι το τέλος της εμπειρίας είναι το φώς, όχι αυτό της φωτιάς αλλά ένα φως λευκό , αιώνιο ,αίγλη και δόξα της αιώνιας ευτυχίας.
Ο Βυζαντινός μυστικισμός παρουσιάζει νέα έξαρση των ΙΔ αιώνα στο πρόσωπο του νηπτικού πατρός Νικολάου Καβάσιλα (1290 – 1370 μ.Χ) και του Αρχιεπίσκοπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά (1296-1359 μ.Χ) μέσα στην δίνη των ησυχαστικών
[8] ερίδων. Οι μυστικιστές πατέρες της περιόδου αυτής τους ονομάζουν νηπτικούς από το΄΄νύμφω΄΄ που σημαίνει να έχει κανένας καθαρόν λογισμό, και καθαρή καρδιά ‘’καρδίαν νύμφουσαν΄΄ ώστε να νιώθει κάποια πνευματικά πράγματα που δεν τα νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι. Τις μυστικές θεωρίες τις κρατούσανε κρυφές όποιοι τις ξέρανε και τις διδάσκανε μονάχα σε μαθητές που είχαν μεγάλη καθαρότητα , τέλεια αποταγή από τον κόσμο και αγιότητα βίου.
Οι μοναχοί αυτοί ονομάζονταν Ησυχαστές και υποστήριζαν ότι με τη συνεχή νηπτική προσευχή ο κάθε πιστός που έχει αγνή καρδιά μπορεί να έλθει σε κοινωνία με το Άκτιστο φως του Θεού, το φώς που έλαμψε στο όρος Θαβώρ
[9] κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος. Με την καρδιακή προσευχή , με τη συγκέντρωση του πνεύματος και της καρδιάς την απομάκρυνση από οτιδήποτε το οποίο δεν έχει σχέση με το Θεό, οι Ησυχαστές καταφέρνουν να δουν το Άκτιστο φώς. Θα λέγαμε ότι αποτέλεσαν συνέχεια των θέσεων Ελλήνων πατέρων της αρχαίας εκκλησίας με πρώτο τον Αγ. Διονύσιο το Αρεοπαγίτη που υποστήριξε την ύπαρξη ενός κρυφού φωτός που βλέπουν μόνο οι άξιοι. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε ότι ο φωτισμός επιτυγχάνεται δια της αγνότητας.
Κύριος αντίπαλός των παραπάνω πατέρων στον πνευματικό στίβο υπήρξε ο Βαρλαάμ ο οποίος υπηρετώντας παπικές αντιλήψεις έμενε πιστός στο Filioque που κατά τους Ορθοδόξους της Ανατολής καθιερώνει δύο αρχές και πηγές της Θεότητας . Ο Βαρλαάμ κατηγορούσε ακόμη τους αγιορείτες μοναχούς ότι χρησιμοποιούσαν τεχνικά μέσα για να προκαλέσουν την έλλαμψη του θείου φωτός και ότι έβλεπαν το άκτιστό φως με τους σωματικούς οφθαλμούς δεχόμενοι έτσι ως μεθεκτή την άκτιστη θεία ουσία και ως κτιστή την αόρατη θεία χάρη.
Σημαντικότερος εκφραστής του Ορθόδοξου μυστικισμού της εποχής υπήρξε ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο Άγιος Γρηγόριος στήριζε ότι η θεία ουσία είναι αχώριστη με τη θεία ενέργεια και δεν υπάρχει θεία ενέργεια χωρίς την ουσία του θεού. Αλλά η απλή και αόρατη θεία ουσία γνωρίζεται και εκδηλώνεται στον κόσμο μόνο με τις διάφορες ενέργειες του θεού, χωρίς αυτό να αποτελεί διαίρεση και διάσπαση της θείας ενέργειας από τη θεία ουσία. Προς ενίσχυση αυτής της θέσης τόνισε σχετικές αναφορές των ιερών Πατέρων στηριζόμενος και στην περιεκτική διδασκαλία του Μ.Βασιλείου ότι << Αι μεν ενέργειαι του θεού πολλαι η δε θεια ουσία απλή. Αι μεν ενέργειαι του Θεού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος>> . Οι αγώνες του για την Ορθοδοξία κατευθύνθηκαν στη μυστική Θεολογία, σύμφωνα με την παράδοση της Ανατολής με προορισμό τη θέωση του ανθρώπου. Οι έριδες αυτές απασχόλησαν τους εμπλεκόμενους από το 1333-1351.
Μέσω της εργασίας αυτής έγινε μια μικρή προσπάθεια να προβληθούν κάποιες έννοιες περί μυστικισμού και ιδικά σε ένα κομμάτι το οποίο, λόγω ιστορικών καταβολών, είναι πιο οικείο σε εμάς · το Βυζαντινό Μυστικισμό. Ένα θέμα ανεξάντλητο με πολλές προεκτάσεις και ακόμη περισσότερες προσεγγίσεις. Απαντήσεις και μια συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι δύσκολο να δώσει κάποιος. Αυτό που μπορεί να προσφέρει είναι ερεθίσματα για περεταίρω έρευνα και αναζήτηση. Τελειώνοντας λοιπόν θα ήθελα να κλείσω με μία προτροπή δανεισμένη από την κλίμακα του Αγ.Ιωάννη
« ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ανεβαίνετε, αδελφοί, επιθυμώντας ολόψυχα τις αναβάσεις, ακούοντας αυτόν πού λέγει: «Δεύτε αναβώμεν είς το όρος Κυρίου και είς τον οίκον του Θεού ημών» (Ησ β΄ 3), ο οποίος «δίνει στα πόδια μας την ευκινησία της ελάφου και μας ανεβάζει σε υψηλούς τόπους» (Ψαλμ. ιζ΄ 34), «ώστε να νικήσωμε, δοξολογώντας Αυτόν»
Παραπ.:
[1] Άρρητο: Κάτι το οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί , που είναι αδύνατον να εκφράσει κάποιος ή να το περιγράψει (Μείζων Ελληνικό Λεξικό Φυτράκης Τεγόπουλος)
[2] Σε ορισμένες περιπτώσεις η αναζήτηση βαθύτερων νοημάτων και η πνευματική αγωνία του μυστικιστή να δώσει απαντήσεις σε σημαντικά θρησκευτικά θέματα τον οδηγούν στην απόκλιση από την συντεταγμένη δομή της θρησκευτικής ομάδας που ανήκει και τελικά στην αίρεση
[3] Δόγμα: Αξίωμα – αρχή , αυθεντική κρίση σε θέμα θρησκευτικής πίστης, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. (Μείζων Ελληνικό Λεξικό Φυτράκης Τεγόπουλος)
[4] Δόγμα Μεσσαλιανών∙ πιστοί που απέρριπταν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς εν ονόματι μιας χριστιανικής ζωής με έντονο χαρισματικό χαρακτήρα.. Πίστευαν ότι επαναλαμβάνοντας τη θερμή προσευχή θα μπορούσαν να φτάσουν στην ένωση με το Άγιο Πνεύμα.
[5] Κυνική Φιλοσοφία: Κύκλος αρχαίων φιλοσόφων που αντιδρούσαν στην κοινωνική συμβατικότητα.
[6] Στωική Φιλοσοφία: Κύκλος αρχαίων φιλοσόφων που σύμφωνα με τη διδασκαλία τους ο βίος των ανθρώπων πρέπει να χαρακτηρίζεται από πνευματική ηρεμία και βεβαιότητα για την ηθική αξία.
[7] Η σαφής παράσταση ενός αντικειμένου
[8] Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα Η συνήθης αναζήτηση των αιτίων της θεολογικής έριδος του 14ου αι. περισσότερο χαράζει προοπτικές θεωρήσεώς της παρά προσφέρει ερμηνευτική αιτιολόγησή της. Έτσι, γίνεται λόγος για καθαρά πολιτική σύγκρουση, για διένεξη κοσμικού κλήρου και μοναχισμού, για σύγκρουση αριστοτελικών και πλατωνικών στο θεολογικό πεδίο, για αντιπαράθεση δύο διαφορετικών παραδόσεων στους κόλπους της Ορθοδοξίας κ.λπ. Εμφανίζεται δηλαδή η έριδα ως καθαρά ενδοβυζαντινή υπόθεση, ακόμη και στα αίτιά της. Οι έρευνες όμως των τελευταίων δεκαετιών πείθουν, ότι πρόκειται σαφώς για σύγκρουση ανατολικής και δυτικής, ορθοδόξου δηλαδή και φραγκολατινικής παραδόσεως, που έλαβε χώραν επί «βυζαντινού» εδάφους. Την έριδα όχι μόνο την προκάλεσε, αλλά υπήρξε υπεύθυνος και για την οξύτητά της, ένας «μοιραίος» άνθρωπος, ο μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός, η παρουσία του οποίου στην ελληνική Ανατολή επιβεβαίωσε τη ρήση: contraria juxta se posita magis illucescunt (τα αντίθετα, τοποθετούμενα το ένα πλησίον του άλλου, φωτίζονται περισσότερο). Γεώργιος Μεταλληνός Ησυχαστές και Ζηλωτές
[9] Ασβεστολιθικό όρος της
Παλαιστίνης, μεταξύ του οροπεδίου της Γαλιλαίας, του ποταμού Ιορδάνη και της Τιβεριάδας λίμνης. Έχει ύψος 600 μέτρα και χρησιμοποιήθηκε ως φρούριο από όλους τους λαούς, που κατέλαβαν την Παλαιστίνη. Το ευαγγέλιο αναφέρει ότι στο όρος Θαβώρ έγινε η μεταμόρφωση του Ιησού Χριστού. Το 1217 οι σταυροφόροι νίκησαν εκεί τους Σαρακηνούς και τον Απρίλιο του 1799 ο Ναπολέων τους Τούρκους και τους Άραβες. Η αγία Ελένη έχτισε στο όρος χριστιανικό ναό. Αργότερα το 1862 οι ορθόδοξοι, στα ερείπια παλιότερου ναού, έχτισαν την εκκλησία της Μεταμόρφωσης, που έγινε και μοναστήρι.