Το παρόν πόνημα με τίτλο 33, εξετάζει τους τριάντα τρεις μυητικούς βαθμούς του αρχαίου και αποδεδειγμένου σκωτικού Τύπου σε μυθιστορηματική μορφή χωρίς να λείπουν και τα δοκιμιογραφικά μέρη, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Στόχος της συγγραφέως δεν ήταν ούτε το οικονομικό όφελος (αφού το έργο διατίθεται δωρεάν μέσω του ίντερνετ) ούτε η δόξα (υπογράφει με ψευδώνυμο), αλλά η φιλοσοφική ανάλυση των τριάντα τριών βαθμών με τρόπο απλό και περιεκτικό, ώστε να γίνουν προσιτοί όχι μόνο στους μυημένους, αλλά και στους αναγνώστες που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τη φιλοσοφία του τεκτονισμού. Η φιλοσοφία και η διεύρυνση της ανθρώπινης σκέψης μέσω αυτής είναι το ζητούμενο.
Η Βιολέτα έφθασε στο σπίτι της κοντά στις τρεις η ώρα ξημερώματα. Είχαν περιπέτειες στο δρόμο της επιστροφής. Η BMW της Φαίη χάλασε και μέχρι να έρθει η Express Service να την πάρει και να την οδηγήσει στο συνεργείο πέρασε αρκετή ώρα. Το συνεργείο δεν είχε κάποιο απαραίτητο ανταλλακτικό για την επισκευή και μέχρι να βρεθεί και να επισκευασθεί επιτέλους το πολυτελές αυτοκίνητο, οι δυο γυναίκες πέρασαν όλη την ημέρα στους δρόμους.
Η Βιολέτα, κατάκοπη, μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το 4. Το ασανσέρ ξεκίνησε και ξαφνικά σταμάτησε μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Προφανώς άλλη μια διακοπή ρεύματος. Οι Αθηναίοι κοιμόντουσαν με αναμμένα air condition. «Αυτό μας έλλειπε τώρα!» σκέφθηκε η Βιολέτα και άρχισε να πατάει ότι κουμπί έβρισκε το χέρι της μέσα στο σκοτάδι, χωρίς αποτέλεσμα. Σκέφθηκε ν’ αρχίσει να φωνάζει και να χτυπάει το κουβούκλιο, αλλά η ώρα ήταν περασμένη. «Θα έρθει το ρεύμα, που θα πάει!» σκέφθηκε.
Η ώρα περνούσε όμως και το ρεύμα δεν ερχόταν. Η Βιολέτα κάθισε κάτω και ακούμπησε στο sac voyage της. Ο περιορισμένος χώρος του ασανσέρ δεν της επέτρεπε να ξαπλώσει, αν και πολύ θα το ήθελε. Σιωπή. Απόλυτο σκοτάδι και απόλυτη σιωπή. Η Βιολέτα θυμήθηκε κάποιους μοναχούς από το Θιβέτ που έμπαιναν με τη θέλησή τους σε ατομικά μικρά κελιά στην πλαγιά ενός βουνού με χοντρούς πέτρινους τοίχους. Η είσοδος του κελιού χτιζόταν απ’ έξω. Κανένα φως, κανένας ήχος δε διαπερνούσε αυτό το πέτρινο κουτί, ούτε όταν μια φορά την ημέρα ο έγκλειστος μοναχός έπαιρνε το φαγητό του από μια μικρή σχισμή. Ο ερημίτης έμενε μέσα στο κελί τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες. Διαλογιζόταν πάνω στη φύση της ζωής και του ανθρώπου. Μπορούσε να εγκαταλείψει το κελί μόνο μέσω του διαλογισμού. Τον τελευταίο μήνα πριν την έξοδο του μοναχού από το κελί, μια πολύ μικρή τρύπα ανοίγεται στην οροφή, που αφήνει να περάσει μια πολύ μικρή αχτίδα φωτός η οποία σταδιακά αυξάνεται. Σταδιακά συνηθίζει και ο μοναχός το φως, διαφορετικά θα τυφλωνόταν. Η Βιολέτα είχε διαβάσει αυτή την ιστορία στο βιβλίο των εκδόσεων «Αμένωφις Δ’» που είχε μεταφράσει πέρυσι. Πριν από πάρα πολλά χρόνια, σύμφωνα με τους ανατολικούς μύθους , όλα τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το τρίτο τους μάτι στο μέσον του μετώπου, για να βλέπουν τους ανθρώπους όπως πραγματικά είναι με τα χρώματα της αύρας να τους περιβάλλουν. Το τρίτο μάτι όλων των ανθρώπων κλείσθηκε σαν τιμωρία, όταν η ανθρωπότητα πήρε την απόφαση να σκοτώσει τους θεούς ξεχνώντας ότι εκείνο που δεν μπορούσε να δει ο άνθρωπος, οι θεοί το έβλεπαν καλύτερα. Εδώ και χιλιετίες, λίγοι άνθρωποι γεννιούνται με την ικανότητα να βλέπουν διορατικά. Το άνοιγμα του τρίτου ματιού έχει καταστεί πλέον μια πολύ επώδυνη διαδικασία. Ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται τη διαίσθησή του, ζητάει πάντα απτές αποδείξεις, ακόμα και για πράγματα που δεν είναι δυνατόν μα ειδωθούν με τις - περιορισμένου βεληνεκούς- πέντε αισθήσεις. Ο άνθρωπος των θορύβων των μεγαλουπόλεων δεν έχει μάθει ν’ ακούει τη σιωπή.
Η ύλη είναι ενέργεια συμπυκνωμένη. Η σκέψη αποτελείται από κύματα ενέργειας και όταν κατευθύνεται σωστά μπορεί να μετακινήσει αντικείμενα. Όταν πάρει τη μορφή της τηλεπάθειας μπορεί να πείσει έναν άνθρωπο που βρίσκεται μακριά να κάνει μια ορισμένη πράξη. Οι σκέψεις αυτές , θαμμένες βαθειά στο υποσυνείδητο, που ήρθαν απρόσκλητες στο νου της Βιολέτας ίσως να ηχούν παράλογα, αλλά εξ ίσου παράλογα ηχούσε και η προοπτική μετάδοσης γραπτών μηνυμάτων μέσω ηλεκτρισμού πριν από το 1837, όταν ο Σάμιουελ Μορς κατάφερε να στείλει το πρώτο τηλεγράφημα.
«Αν μιλήσεις είναι ασήμι, αν δε μιλήσεις είναι χρυσάφι» λέει ένα σοφό ελληνικό γνωμικό. Πόσες φορές τα λόγια πληγώνουν, προκαλούν ταραχές, διάθεση για εκδίκηση, καταστροφή, πόλεμο. Η σιωπή όμως δεν είναι χρυσός όταν πρόκειται να συγκαλύψουμε μια παράνομη πράξη, μια αδικία, ένα έγκλημα. Ο άνθρωπος υπόκειται στον έλεγχο και την προτροπή της συνείδησης, τον αμετάβλητο και αιώνιο αυτό έλεγχο που απαιτεί την αποτροπή της αδικίας και την πραγματοποίηση του καθήκοντος. Η πολύτιμη ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από τους νόμους του καθήκοντος. Ο άνθρωπος γνωρίζει καλά ότι η επιμελής εργασία, η σωστή συμπεριφορά και η αυτοθυσία δεν αναγνωρίζονται ούτε ανταμείβονται πάντοτε από τους συνανθρώπους του. Μόνο η προοπτική της ανταμοιβής της συνείδησής του, αρκεί για να εκπληρώσει κανείς το καθήκον του. Όταν κάποιος προσδοκά ανταπόδοση για τις καλές του πράξεις στη γη ή στον ουρανό, τότε οι καλές πράξεις αυτοαναιρούνται. Είναι σα να μην έγιναν ποτέ!
«Πως γίνεται ο άνθρωπος να μπορεί να επικοινωνεί με τον εαυτό του σκεπτόμενος μέσα στη σιωπή, ενώ θα πρέπει να επικοινωνεί με τους άλλους μέσα από τις λέξεις μιας γλώσσας;» σκέφθηκε η Βιολέτα. ΄Ηξερε από το μάθημα της γλωσσολογίας που παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο ότι η κάθε γλώσσα αποτελεί τελικά μια συμβατική γνώση, αφού μόνο οι κάτοχοι αυτής της γλώσσας μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους . Και πάλι όχι χωρίς παρανοήσεις αφού ο καθένας, πολλές φορές, δίνει το δικό του νόημα στην κάθε λέξη. Ο ισραηλινός συγγραφέας ΄Αμος Οζ και ο Ιάπωνας συνάδελφός του Κενζαμπούρο Οέ είπαν ότι, στο μέλλον, οι άνθρωποι θα μπορούν να επικοινωνούν με τη σκέψη μέσα στην απόλυτη σιωπή. Μια επικοινωνία χωρίς λέξεις, χωρίς παρανοήσεις, αφού η σιωπή είναι αφαίρεση. Αφαίρεση κάθε περιττού θορύβου, πάθους, προσκόλλησης, συναισθήματος.
Σύμφωνα με την άποψη του Ζεν, ο πρώτος Βούδας δεν είπε ποτέ ούτε μια λέξη. Μετέδωσε τη φώτιση στο μαθητή του Μαχακασιάπα με τη σκέψη, κρατώντας ένα λωτό. Το πραγματικό μήνυμα του Βούδα παρέμεινε ανείπωτο και ήταν τόσο δυνατό, ώστε όταν οι φτωχές και ανεπαρκείς λέξεις προσπάθησαν να το εκφράσουν, το έκαναν να μοιάζει ασήμαντο μέσα στις συμβάσεις της ανθρώπινης ενσάρκωσης. «Όσοι γνωρίζουν δε μιλούν. ΄Οσοι μιλούν δε γνωρίζουν» έγραψε ο Λάο Τσε στο Τάο Τε Κινγκ πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια.
Η Βιολέτα ξύπνησε από το απότομο ξεκίνημα του ασανσέρ. Η ώρα ήταν έξη το πρωί και ο πρώτος ένοικος ξεκινούσε για τη δουλειά του. Το ρεύμα είχε επανέλθει και η Βιολέτα έφθασε επιτέλους στον τέταρτο όροφο, αφού πέρασε τρεις ώρες κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του ασανσέρ, αντί για τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες όπως κάποιοι μοναχοί στο Θιβέτ. Οι γρήγοροι ρυθμοί του Δυτικού τρόπου ζωής απαιτούν ταχύρυθμη εκπαίδευση. Η Βιολέτα πρόσεξε ένα πεσμένο κλειδί στο πάτωμα του ορόφου της. ΄Εσκυψε, το πήρε και το έβαλε στην τσάντα της. Θα έπεσε από κανένα συγκάτοικο του ιδίου ορόφου. Θα τοιχοκολλούσε μια ανακοίνωση αργότερα κι όποιος το έχασε θα ερχόταν να το ζητήσει. Αργότερα. Τώρα ήταν τόσο κουρασμένη από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, που το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει στο κρεβάτι και να ξεραθεί.
Πηγή:
http://www.booksinfo.g
Η Βιολέτα, κατάκοπη, μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το 4. Το ασανσέρ ξεκίνησε και ξαφνικά σταμάτησε μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Προφανώς άλλη μια διακοπή ρεύματος. Οι Αθηναίοι κοιμόντουσαν με αναμμένα air condition. «Αυτό μας έλλειπε τώρα!» σκέφθηκε η Βιολέτα και άρχισε να πατάει ότι κουμπί έβρισκε το χέρι της μέσα στο σκοτάδι, χωρίς αποτέλεσμα. Σκέφθηκε ν’ αρχίσει να φωνάζει και να χτυπάει το κουβούκλιο, αλλά η ώρα ήταν περασμένη. «Θα έρθει το ρεύμα, που θα πάει!» σκέφθηκε.
Η ώρα περνούσε όμως και το ρεύμα δεν ερχόταν. Η Βιολέτα κάθισε κάτω και ακούμπησε στο sac voyage της. Ο περιορισμένος χώρος του ασανσέρ δεν της επέτρεπε να ξαπλώσει, αν και πολύ θα το ήθελε. Σιωπή. Απόλυτο σκοτάδι και απόλυτη σιωπή. Η Βιολέτα θυμήθηκε κάποιους μοναχούς από το Θιβέτ που έμπαιναν με τη θέλησή τους σε ατομικά μικρά κελιά στην πλαγιά ενός βουνού με χοντρούς πέτρινους τοίχους. Η είσοδος του κελιού χτιζόταν απ’ έξω. Κανένα φως, κανένας ήχος δε διαπερνούσε αυτό το πέτρινο κουτί, ούτε όταν μια φορά την ημέρα ο έγκλειστος μοναχός έπαιρνε το φαγητό του από μια μικρή σχισμή. Ο ερημίτης έμενε μέσα στο κελί τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες. Διαλογιζόταν πάνω στη φύση της ζωής και του ανθρώπου. Μπορούσε να εγκαταλείψει το κελί μόνο μέσω του διαλογισμού. Τον τελευταίο μήνα πριν την έξοδο του μοναχού από το κελί, μια πολύ μικρή τρύπα ανοίγεται στην οροφή, που αφήνει να περάσει μια πολύ μικρή αχτίδα φωτός η οποία σταδιακά αυξάνεται. Σταδιακά συνηθίζει και ο μοναχός το φως, διαφορετικά θα τυφλωνόταν. Η Βιολέτα είχε διαβάσει αυτή την ιστορία στο βιβλίο των εκδόσεων «Αμένωφις Δ’» που είχε μεταφράσει πέρυσι. Πριν από πάρα πολλά χρόνια, σύμφωνα με τους ανατολικούς μύθους , όλα τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το τρίτο τους μάτι στο μέσον του μετώπου, για να βλέπουν τους ανθρώπους όπως πραγματικά είναι με τα χρώματα της αύρας να τους περιβάλλουν. Το τρίτο μάτι όλων των ανθρώπων κλείσθηκε σαν τιμωρία, όταν η ανθρωπότητα πήρε την απόφαση να σκοτώσει τους θεούς ξεχνώντας ότι εκείνο που δεν μπορούσε να δει ο άνθρωπος, οι θεοί το έβλεπαν καλύτερα. Εδώ και χιλιετίες, λίγοι άνθρωποι γεννιούνται με την ικανότητα να βλέπουν διορατικά. Το άνοιγμα του τρίτου ματιού έχει καταστεί πλέον μια πολύ επώδυνη διαδικασία. Ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται τη διαίσθησή του, ζητάει πάντα απτές αποδείξεις, ακόμα και για πράγματα που δεν είναι δυνατόν μα ειδωθούν με τις - περιορισμένου βεληνεκούς- πέντε αισθήσεις. Ο άνθρωπος των θορύβων των μεγαλουπόλεων δεν έχει μάθει ν’ ακούει τη σιωπή.
Η ύλη είναι ενέργεια συμπυκνωμένη. Η σκέψη αποτελείται από κύματα ενέργειας και όταν κατευθύνεται σωστά μπορεί να μετακινήσει αντικείμενα. Όταν πάρει τη μορφή της τηλεπάθειας μπορεί να πείσει έναν άνθρωπο που βρίσκεται μακριά να κάνει μια ορισμένη πράξη. Οι σκέψεις αυτές , θαμμένες βαθειά στο υποσυνείδητο, που ήρθαν απρόσκλητες στο νου της Βιολέτας ίσως να ηχούν παράλογα, αλλά εξ ίσου παράλογα ηχούσε και η προοπτική μετάδοσης γραπτών μηνυμάτων μέσω ηλεκτρισμού πριν από το 1837, όταν ο Σάμιουελ Μορς κατάφερε να στείλει το πρώτο τηλεγράφημα.
«Αν μιλήσεις είναι ασήμι, αν δε μιλήσεις είναι χρυσάφι» λέει ένα σοφό ελληνικό γνωμικό. Πόσες φορές τα λόγια πληγώνουν, προκαλούν ταραχές, διάθεση για εκδίκηση, καταστροφή, πόλεμο. Η σιωπή όμως δεν είναι χρυσός όταν πρόκειται να συγκαλύψουμε μια παράνομη πράξη, μια αδικία, ένα έγκλημα. Ο άνθρωπος υπόκειται στον έλεγχο και την προτροπή της συνείδησης, τον αμετάβλητο και αιώνιο αυτό έλεγχο που απαιτεί την αποτροπή της αδικίας και την πραγματοποίηση του καθήκοντος. Η πολύτιμη ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από τους νόμους του καθήκοντος. Ο άνθρωπος γνωρίζει καλά ότι η επιμελής εργασία, η σωστή συμπεριφορά και η αυτοθυσία δεν αναγνωρίζονται ούτε ανταμείβονται πάντοτε από τους συνανθρώπους του. Μόνο η προοπτική της ανταμοιβής της συνείδησής του, αρκεί για να εκπληρώσει κανείς το καθήκον του. Όταν κάποιος προσδοκά ανταπόδοση για τις καλές του πράξεις στη γη ή στον ουρανό, τότε οι καλές πράξεις αυτοαναιρούνται. Είναι σα να μην έγιναν ποτέ!
«Πως γίνεται ο άνθρωπος να μπορεί να επικοινωνεί με τον εαυτό του σκεπτόμενος μέσα στη σιωπή, ενώ θα πρέπει να επικοινωνεί με τους άλλους μέσα από τις λέξεις μιας γλώσσας;» σκέφθηκε η Βιολέτα. ΄Ηξερε από το μάθημα της γλωσσολογίας που παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο ότι η κάθε γλώσσα αποτελεί τελικά μια συμβατική γνώση, αφού μόνο οι κάτοχοι αυτής της γλώσσας μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους . Και πάλι όχι χωρίς παρανοήσεις αφού ο καθένας, πολλές φορές, δίνει το δικό του νόημα στην κάθε λέξη. Ο ισραηλινός συγγραφέας ΄Αμος Οζ και ο Ιάπωνας συνάδελφός του Κενζαμπούρο Οέ είπαν ότι, στο μέλλον, οι άνθρωποι θα μπορούν να επικοινωνούν με τη σκέψη μέσα στην απόλυτη σιωπή. Μια επικοινωνία χωρίς λέξεις, χωρίς παρανοήσεις, αφού η σιωπή είναι αφαίρεση. Αφαίρεση κάθε περιττού θορύβου, πάθους, προσκόλλησης, συναισθήματος.
Σύμφωνα με την άποψη του Ζεν, ο πρώτος Βούδας δεν είπε ποτέ ούτε μια λέξη. Μετέδωσε τη φώτιση στο μαθητή του Μαχακασιάπα με τη σκέψη, κρατώντας ένα λωτό. Το πραγματικό μήνυμα του Βούδα παρέμεινε ανείπωτο και ήταν τόσο δυνατό, ώστε όταν οι φτωχές και ανεπαρκείς λέξεις προσπάθησαν να το εκφράσουν, το έκαναν να μοιάζει ασήμαντο μέσα στις συμβάσεις της ανθρώπινης ενσάρκωσης. «Όσοι γνωρίζουν δε μιλούν. ΄Οσοι μιλούν δε γνωρίζουν» έγραψε ο Λάο Τσε στο Τάο Τε Κινγκ πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια.
Η Βιολέτα ξύπνησε από το απότομο ξεκίνημα του ασανσέρ. Η ώρα ήταν έξη το πρωί και ο πρώτος ένοικος ξεκινούσε για τη δουλειά του. Το ρεύμα είχε επανέλθει και η Βιολέτα έφθασε επιτέλους στον τέταρτο όροφο, αφού πέρασε τρεις ώρες κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του ασανσέρ, αντί για τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες όπως κάποιοι μοναχοί στο Θιβέτ. Οι γρήγοροι ρυθμοί του Δυτικού τρόπου ζωής απαιτούν ταχύρυθμη εκπαίδευση. Η Βιολέτα πρόσεξε ένα πεσμένο κλειδί στο πάτωμα του ορόφου της. ΄Εσκυψε, το πήρε και το έβαλε στην τσάντα της. Θα έπεσε από κανένα συγκάτοικο του ιδίου ορόφου. Θα τοιχοκολλούσε μια ανακοίνωση αργότερα κι όποιος το έχασε θα ερχόταν να το ζητήσει. Αργότερα. Τώρα ήταν τόσο κουρασμένη από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, που το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει στο κρεβάτι και να ξεραθεί.
Πηγή:
http://www.booksinfo.g