( Σημ. blog : Μια άκρως ενδιαφέρουσα προσέγγιση της κα Σάσσα Τσέϊτοου σχετικά με
τον Δυτικό Εσωτερισμό. Η κα Τσεϊτοου είναι ιδρύτρια και διευθύντρια της Ακαδημίας
Εσωτερικών Σπουδών Phoenix Rising και - http://phoenixrising.org.gr/-
αναπληρωματική Καθηγήτρια Θρησκειολογίας
και Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Ινδιανάπολης.
Κατά τη γνώμη μας από τους λίγους ανθρώπους στην Ελλάδα που ασχολούνται
επιστημονικά με τον Δυτικό Εσωτερισμό).
Η Ξεχασμένη
Ιστορία του Πολιτισμού: Τι είναι ο Δυτικός Εσωτερισμός και πως τον μελετάμε
Σάσσα
Τσέϊτοου
Β’ Συμπόσιο
Εναλλακτικής Αναζήτησης:
http://metafysiko.gr/forum/showthread.php?p=95839
19-20 Μαϊου 2012, Αθήνα
19-20 Μαϊου 2012, Αθήνα
Φανταστείτε ότι σε
εκατό-διακόσια χρόνια από τώρα, κάποιος φοιτητής μεταπτυχιακού ταξινομεί
βαριεστημένα κάποιο αρχείο… Ξαφνικά, σκοντάφτει σε ένα κιτρινισμένο, σκονισμένο
πρόγραμμα της σημερινής μας εκδήλωσης. Του κινεί την περιέργεια και αποφασίζει
να το ερευνήσει βαθύτερα. Καταλήγει να γράφει μια μονογραφία εμπνευσμένη από
αυτό το τυχαίο εύρημα. Τι συμπεράσματα θα έβγαζε άραγε; Ίσως να έγραφε το εξής:
Σενάριο 1: Tο 2012, ενώ η Ελλάδα βούλιαζε στο χρέος, οι ανεύθυνοι
πολίτες ψήφισαν με τρόπο που δεν παρήγαγε κυβέρνηση. Καθώς η χώρα κατευθυνόταν
ξανά στις κάλπες, μια ομάδα περιθωριακών ονειροπόλων μαζεύτηκε για να συζητήσει
εκκεντρικές ιδέες που καμία βοήθεια δεν προσέφεραν στη χώρα, χαρακτηρίζοντας τη
γενικότερη απόγνωση και τον αποπροσανατολισμό που είχε κατακλύσει τον τόπο.
Ή, θα μπορούσε να λέει
κάτι άλλο, λόγου χάρη:
Σενάριο 2: Ενώ η Ελλάδα μαστιζόταν από την κρίση, την πολιτική αστάθεια και την
κοινωνική αβεβαιότητα, οι εναλλακτικές οπτικές για τις αιτίες και τους τρόπους
υπέρβασης της κρίσης ολοένα πλήθαιναν. Στα μέσα του 2012, μια ομάδα ανθρώπων με
ανήσυχο πνεύμα μαζεύτηκε για να αναλογιστεί συνδυασμό συμβατικών και
περιθωριακών ιδεών που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε μια καλύτερη έκβαση.
Ή, θα μπορούσε να λέει
κάτι του τύπου:
Σενάριο 3: Στα μέσα του 2012 η ανάπτυξη της εναλλακτικής αναζήτησης και της μελέτης
εναλλακτικών παραδόσεων είχε θεσμοθετηθεί σε αρκετά Ευρωπαϊκά κέντρα. Σε πείσμα
της κρίσης που ταλάνιζε την Ελλάδα, ο χώρος γνώριζε σημαντική άνθηση χάρη σε
σκεπτόμενους και τολμηρούς ανθρώπους που διοργάνωναν εκδηλώσεις και ανέπτυσσαν
μελέτες, εξάγοντας νέα στοιχεία πολιτισμού στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Όπως βλέπετε, είναι τρία
πολύ διαφορετικά σενάρια, και αναλόγως την οπτική, ευσταθούν και τα τρία. Και
το τέλος δεν έχει γραφτεί ακόμη. Εμείς θα το γράψουμε.
Με αυτό το παράδειγμα
αντί προλόγου θέλω να τονίσω πόσο αλλάζει η αντίληψη μιας κατάστασης ανάλογα με
τα συμφραζόμενα και τα στοιχεία που λαμβάνει υπ’όψη. Η εκδήλωσή μας σήμερα,
άραγε, είναι μια μάταιη προσπάθεια να αισθανθούμε ότι κάνουμε κάτι με νόημα
καθώς περιτριγυριζόμαστε από αβεβαιότητα; Είναι ένα λιθαράκι προς την κοινωνική
και πολιτισμική ανάπτυξη;; Συμμετέχουμε ενεργά σε ένα νέο, συναρπαστικό ρεύμα
αλλαγής, ή είμαστε σύμπτωμα της φαυλότητας στην οποία έχει εκπέσει η κοινωνία
μας; Όλοι έχουμε την άποψή μας γι’αυτό, και την απάντηση θα τη δώσει, τελικά,
μόνο η ιστορία. Το συμπέρασμα του ιστορικού του μέλλοντος θα εξαρτηθεί όχι μόνο
από το αποτέλεσμα, αλλά και από τον βαθμό που καταλαβαίνει τι μας έφερε όλους
μέχρι εδώ σήμερα. Αν μιλήσει ο υποθετικός μας ιστορικός για την εναλλακτική
αναζήτηση, το τρίτο, δηλαδή, σενάριο, θα σημαίνει ότι έχει αναγνωρίσει ότι
πρόκειται για ένα πολιτισμικό ρεύμα που έχει λόγο, δυναμική, και σχήμα. Δεν
είναι απλά μια ετερόκλητη μάζωξη ανθρώπων όπως στο πρώτο σενάριο… Αν βέβαια την
ιστορία την καταγράψει ένας πολιτικός αναλυτής ή ένας κοινωνιολόγος, το
πιθανότερο είναι να σταθεί στο πρώτο ή το δεύτερο σενάριο. Πόσο ακριβές και
πόσο άδικο είναι το καθένα; Κάτα πόσο το κάθε συμπέρασμα είναι αποτέλεσμα της
υποκειμενικότητας του ερευνητή, και κατά πόσο οφείλεται στην έλλειψη – ή την
άγνοια – των απαραίτητων στοιχείων;
Εδώ σήμερα, μιλάμε για
την εναλλακτική αναζήτηση, ένας όρος που, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω
καταλάβει ποτέ. Υποθέτω ότι αναφέρεται σε οδούς αναζήτησης που ξεπερνούν τον
ορθολογισμό και τις συμβατικές επιστήμες, αλλά έχω την εντύπωση πως τελικά με
αυτή την ονομασία εξωθεί τον εαυτό του στο περιθώριο, ή μάλλον αποδέχεται και
διαιωνίζει την περιθωριοποίηση που έχει υποστεί από τις υπόλοιπες ερευνητικές
οδούς, ενώ δεν θα έπρεπε. Γιατί το λέω αυτό:
Το σύνολο του Δυτικού
πολιτισμού συνήθως θεωρείται ότι στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: Ο πρώτος
είναι η Ελληνική φιλοσοφία και διαλεκτική, και ο δεύτερος εδώ και δύο χιλιάδες
χρόνια είναι η Χριστιανική θεολογία. Ωστόσο υπάρχει ένας τρίτος πυλώνας που μέχρι
πολύ πρόσφατα είχε αγνοηθεί σχεδόν πλήρως από τους ιστοριογράφους και τους
ερευνητές , και που όμως αποτελεί σημαντικότατο κομμάτι του δυτικού πολιτισμού.
Ο λόγος για τα ρεύματα
που απαρτίζουν αυτό που ονομάζουμε Δυτικό εσωτερισμό. Να επισημάνω ότι ως όρος σ’αυτή τη
χρήση, η λέξη
εσωτερισμός δεν αναφέρεται στον εσωτερικό μας κόσμο, αλλά σ’αυτές τις
φιλοσοφικές διδασκαλίες που μεταλαμπαδεύονταν σε κλειστό κύκλο μαθητών από
την αρχαιότητα – αναφέρεται δηλαδή στην κρυμμένη, ή μυστική γνώση. Ο ακαδημαϊκός κλάδος του Δυτικού
Εσωτερισμού συμπεριλαμβάνει θεματικές ενότητες όπως η αλχημεία,
η αστρολογία, ο Γνωστικισμός, ο Ερμητισμός, η Καμπαλά, η μαγεία, ο μυστικισμός,
τα νέα θρησκευτικά ή φιλοσοφικά κινήματα και κοινωνικά φαινόμενα που συνδέονται
με αυτά, όπως τα αποκρυφιστικά ρεύματα του 19ου και 20ου αιώνα, οι εσωτερικές
σχολές και αδελφότητες, το κίνημα Νέας Εποχής, η αλλιώς, New Age, στοιχεία της παραψυχολογίας, εναλλακτικής
επιστήμης, κ.ο.κ.
Εδώ και περισσότερα από
20 χρόνια, ο κλάδος αυτός έχει θεσμοθετηθεί σε αρκετά Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Αυτή τη στιγμή μόνο στην Ευρώπη υπάρχουν έδρες Δ. Εσωτερισμού σε 9 διαφορετικά
πανεπιστήμια σε 7 χώρες, και μεμονωμένα τμήματα σε κάμποσα ακόμη. Έχουν ιδρυθεί
πανευρωπαϊκοί και διεθνείς φορείς με πολύ μεγάλη ερευνητική, εκδοτική, και
συνεδριακή δραστηριότητα. Η γοργή ανάπτυξη του κλάδου οφείλεται στην αναγνώριση
της τεράστιας πολιτισμικής επιρροής αυτών των ρευμάτων, που εντοπίζεται στις
τέχνες, τις επιστήμες, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
Καταλαβαίνω ότι ίσως
κάποιους να τους ξενίζει η έννοια της ακαδημαϊκής μελέτης αυτών των θεμάτων,
είτε γιατί πιστεύουν ότι δεν είναι σοβαρά θέματα προς μελέτη, είτε γιατί
πιστεύουν ότι είναι πράγματα που μπορούν μόνο να μελετηθούν μέσα από τη βαθιά
βιωματική προσέγγιση. Άλλοι ίσως να θεωρούν ότι έχουν κάποιο ακαδημαϊκό ή
ιστορικό ενδιαφέρον μεν, αλλά καμία σημασία για την επικαιρότητα και την εποχή
που ζούμε. Θα προσπαθήσω να καλύψω αυτά τα ερωτήματα στο υπόλοιπο της εισήγησής
μου και κλείνοντας θα σταθώ στο εύλογο ερώτημα της χρησιμότητάς τους όσον αφορά
την τωρινή επικαιρότητα.
Ξεκινάω δίνοντας έναν ορισμό από τον καθηγητή Αντουάν Φαίβρ, που επανίδρυσε και κατέλαβε την πρώτη έδρα εσωτερικών μελετών στη Σορβόννη την δεκαετία του ’70. Σύμφωνα με τον Φαίβρ, κατ’εξοχήν εσωτερική είναι κάθε παράδοση ή ρεύμα σκέψης που ισχυρίζεται πως περιέχει αρχαία ή και μυστική γνώση, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε σύμβολα, αντίστοιχες, και μεσολαβητές (έμψυχους και μη – από αγγέλους μέχρι εξωγήινους), που αναγνωρίζει τη φύση ως συνειδητή οντότητα μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η μεταστοιχείωση ή εξέλιξη του ατόμου. Σε κάποιες περιπτώσεις θεωρείται ότι όλη η ανθρώπινη γνώση ανάγεται στην προκατακλυσμιαία εποχή, και πως μέσω αυτών των ερευνών μπορούν να αποκαλυφθούν οι απαντήσεις στα μεγάλα εσχατολογικά και υπαρξιακά ερωτήματα της ανθρωπότητας. Οποιοδήποτε θέμα παρουσιάζει τουλάχιστον τα τέσσερα από τα έξι στοιχεία της τυπολογίας του Φαίβρ, αυτόματα θεωρείται πως ανήκει στον κορμό του Δ. Εσωτερισμού, και τα ρεύματα αυτά έχουν αλληλεπιδράσει ιστορικά με κυριολεκτικά κάθε στοιχείο του πολιτισμού μας. Έτσι μεγάλο μέρος της ιστορίας των επιστημών και των τεχνών, ή πολλές από τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν, περιέργως συγγενεύουν με αυτόν τον τομέα έρευνας. Η παραπάνω μπορεί να αποτελεί μόνο «εξωτερική» περιγραφή των χαρακτηριστικών αυτών των θεμάτων, αλλά είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να επιτρέψει και την διείσδυση στην ουσία τους, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Και πρέπει να τονίσω ότι τα Εσωτερικά ρεύματα διαφοροποιούνται με σαφήνεια από την θεολογία και την θρησκειολογία επειδή δεν αποτελούν δόγματα, και κοινό τους στοιχείο αποτελεί η ικανότητα αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Σε αρκετά σημεία διασταυρώνονται και ενσωματώνουν έννοιες που βρίσκουμε και σε θρησκείες, αλλά οι εσωτερικές παραδόσεις αποτελούν τρόπο σκέψης, στάση ζωής, φιλοσοφίες αν θέλετε, αλλά σε καμία περίπτωση και υπό κανέναν ορισμό δεν είναι θρησκείες. Αυτός είναι ένας απο τους λόγους που η μελέτη τους απαιτεί αρκετά ιδιάζουσα προσέγγιση, που παντρεύει διάφορες μεθόδους από τις θετικές και τις θεωρητικές επιστήμες.
Δυστυχώς όταν ξεκίνησε η
ανάπτυξη αυτού του κλάδου, άρχισε από μια θέση άμυνας, μια θέση από την οποία
δεν έχει ξεφύγει απόλυτα καθώς χρειάστηκε να ξεπεράσει δεκαετίες, για να μην πω
αιώνες, προκαταλήψεων και παρερμηνειών να αντικρούσει την καχυποψία – σε
μερικές περιπτώσεις τη λοιδορία – του ακαδημαϊκού και κοινωνικού κατεστημένου.
Έτσι όταν επετράπη στον καθ. Φαίβρ να επανιδρύσει την έδρα Εσωτερικών Μελετών
στη Σορβόννη, όπως μου είπε ο ίδιος, έγινε με την προϋπόθεση ότι θα ήταν
αποκλειστικά ιστορική η προσέγγιση. Ειδικά στις αρχές οι ακαδημαϊκοί που εργάστηκαν
για την αποδοχή αυτών των θεμάτων χρειάστηκε να απολογούνται διαρκώς, να
εξηγούν τα αυτονόητα, έτσι ώστε να μην κατηγορηθεί ο κλάδος ως ψευδοεπιστήμη.
Για τον ίδιο λόγο τοποθετήθηκε πάρα πολύ ψηλά ο ακαδημαϊκός πήχης, με
αποτέλεσμα όλοι οι ερευνητές του χώρου να πρέπει να προσέχουν δύο και τρεις
φορές περισσότερο από τους συναδέλφους τους σε άλλους κλάδους, ώστε η δουλειά
τους να είναι άμεμπτη.
Με πολύ μεγάλη μου λύπη
διαπιστώνω ότι στα λίγα χρόνια που δραστηριοποιούμαι στην Ελλάδα με άρθρα και
ομιλίες μου προκειμένου να καταστεί πιο γνωστός αυτός ο κλάδος, είναι πολλές οι
φορές που έχω βρεθεί στην ίδια θέση, δηλαδή να απολογούμαι και να δικαιολογώ
τον λόγο ύπαρξης αυτού του κλάδου, καθώς με έκπληξη διαπίστωσα ότι είναι σχεδόν
ταμπού σαν θέμα όχι μόνο σε ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά ακόμη και σε χώρους που
κατα τ’άλλα υποτίθεται ότι ασχολούνται με αυτά τα θέματα. Σήμερα αποφάσισα να
μην υποπέσω στο ίδιο μοτίβο, καθώς δεν πιστεύω ότι έχει νόημα, κι εν τέλει,
οτιδήποτε προσδιορίζουμε από θέση άμυνας και με βάση τις αρνητικές φωνές,
κινδυνεύουμε να το αδικήσουμε. Γι’αυτό και με προβληματίζει η ταμπέλα της εναλλακτικής αναζήτησης,
επειδή όταν βαφτίζουμε κάτι «εναλλακτικό» αυτόματα το τοποθετούμε σε ένα
περιθώριο αντί να το εξετάζουμε με τους δικούς του όρους.
Βέβαια, η έρευνα αυτών των θεμάτων
με τους δικούς τους όρους, χρειάζεται μια μεθοδολογία η οποία να τα δικαιώνει
και όχι να τα τεμαχίζει ή να τα περικόπτει. Υπάρχουν οι εύκολες προσεγγίσεις,
όπως η ιστοριογραφία του εσωτερισμού, ή η ανάλυση κειμένων. Άλλοι ακαδημαϊκοί
διεισδύουν στο φιλοσοφικό περιεχόμενο, άλλοι εξετάζουν τη δομή και την
φαινομενολογία τους, άλλοι τις ψυχολογικές ή κοινωνιολογικές προεκτάσεις τους,
και τους συσχετισμούς μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, η μεθοδολογία που έχει
αναπτυχθεί σέβεται το αντικείμενό της.
Αντί να σας περιγράφω
αυτό που κάνουμε, ίσως είναι πιο εύκολο να σας το δείξω. Έστω λοιπόν, ότι
έχουμε την περιέργεια να μάθουμε περισσότερα για την αλχημεία. Επιλέγω τυχαία
το παράδειγμα, καθώς τουλάχιστον σε πρώτη φάση, θα μπορούσαμε να μιλάμε για
οποιαδήποτε από τις εσωτερικές παραδόσεις.
Ο περισσότερος κόσμος ίσως έχει
ακούσει τη λέξη «αλχημεία» είτε από το βιβλίο του Πάολο Κοέλιο, είτε από τις
εκτενείς αναφορές του Καρλ Γιούνγκ ο οποίος στήριξε μεγάλο μέρος της θεωρίας
του σε αλχημικά μοτίβα και φιλοσοφίες. Άλλοι θεωρούν τους αλχημιστές
κομπογιαννίτες του μεσαίωνα οι οποίοι σπατάλησαν τις ζωές τους προσπαθώντας να
μετατρέψουν τον μόλυβδο σε χρυσάφι. Αν ψάξει κανείς λίγο παραπέρα, μπορεί να
ανακαλύψει ότι η αλχημεία έχει αναγνωριστεί σαν προπάτορας της χημείας. Πολλοί
πιστεύουν ότι αν αφαιρέσουμε τα περίεργα και περίτεχνα περιβλήματα του
αλχημικού συμβολισμού, βρίσκουμε τις πρώϊμες ρίζες της χημικής και ιατρικής
επιστήμης.
Καλά μέχρι εδώ, αλλά
έχουμε πολύ λίγα κομμάτια του παζλ. Έχουμε μια χούφτα πληροφορίες που αρκούν
για ένα συμπαθητικό αρθράκι σε κάποια ιστοσελίδα ή περιοδικό, αλλά δεν έχουμε
μπει καν στην ουσία της αλχημείας. Γιατί,
λόγου χάρη, η αλχημεία συνοδεύεται από τόσες περίτεχνες γκραβούρες και
συμβολισμούς, με δράκους, ήλιους, σελήνες, τρικέφαλα πουλιά, κλπ; Γιατί
χρησιμοποιεί ορολογία που παραπέμπει στη μυθολογία; Πρόκειται απλά για μια καλή
κρυπτογράφηση συνταγών για να μην πέσουν στα χέρια ανταγωνιστών, ή είναι κάτι
άλλο; Και ποιά είναι η σχέση του με τον Ερμή Τρισμέγιστο (και ποιός τελικά
είναι αυτός ο Ερμής Τρισμέγιστος;) Όσο το ψάχνουμε, πληθαίνουν οι ερωτήσεις και
εμφανίζεται ένα περίπλοκο κουβάρι που δεν βλέπουμε καν την άκρη του.
Για να κάνουμε την αρχή
μ’αυτό το κουβάρι, ο πιο εύκολος και γρήγορος τρόπος είναι η ιστορική μέθοδος.
Υπάρχει χρόνος για τα υπόλοιπα, αν θελήσουμε να διεισδύσουμε στην ουσία και το
περιεχόμενο της αλχημείας, αλλά το χρονογράφημα θα πρέπει να είναι η
ραχοκοκαλιά της μελέτης μας για να καταλάβουμε την εξελικτική του πορεία και
τους συσχετισμούς του. Αν δεν το κάνουμε, μπορεί να βγάλουμε ενδιαφέροντα
συμπεράσματα, τα οποία όμως θα είναι εντελώς αυθαίρετα.
Έστω λοιπόν ότι έχουμε
φτιάξει το χρονογράφημά μας κι έχουμε ανακαλύψει τους ορισμούς, το ιδιαίτερο
λεξιλόγιο, και τους βασικούς συμβολισμούς με τους οποίους περιβάλλεται η
αλχημική παράδοση. Έχουμε μάθει επίσης τα στάδια της αλχημείας, και ότι
βασίζεται σε συγκεκριμένη οπτική που ισχυρίζεται ότι μέσω αλχημικών διεργασιών
μπορούμε να επέμβουμε στη φύση και να επιφέρουμε μεταμορφώσεις μεταξύ των
στοιχείων.
Επίσης μάθαμε ότι από
την αρχαιότητα μέχρι πριν 300 περίπου χρόνια, πιστευόταν ότι για να επιτύχει
κανείς σε μια τέτοια διαδικασία, θα πρέπει να σφυρηλατεί και να εξαγνίζει τον
εαυτό του παράλληλα με τις πρακτικές αλχημικές διαδικασίες που επιτελεί. Γιατί
σύμφωνα με τους αλχημιστές, όποιος αποζητούσε απλά να μεταλλάξει την ύλη χωρίς
να μπαίνει και σε πνευματικές διεργασίες, δεν ήταν παρά κομπογιαννίτης. Ο
Γιούνγκ βέβαια είπε το αντίθετο – απέρριψε το πρακτικό μέρος της αλχημείας και
στάθηκε μονάχα στο πνευματικό μέρος στο οποίο βάσισε και τις θεωρίες του. Και
αυτό είναι λάθος, αλλά δεν θα επεκταθώ γιατί θα βγώ εκτός θέματος. Επισημαίνω
ωστόσο ότι η χρήση της μυθολογίας και μυθικών συμβολισμών για την μετάδοση της
αλχημικής παραδοσης, όχι απλά δεν ήταν τυχαία, αλλά χρονολογείται το λιγότερο
στον 5ο αιώνα μ.χ., και οι λόγοι δεν ήταν απλά για να διατηρηθούν κάποια
μυστικά. Έχει να κάνει με την αντίληψη που απαιτεί η ερμηνεία του μύθου.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Δημιουργήσαμε το χρονογράφημα της αλχημείας, μάθαμε να την περιγράφουμε και να
μιλάμε τη γλώσσα της, αλλά τώρα καλούμαστε να διεισδύσουμε βαθύτερα για να
καταλάβουμε τι ακριβώς είναι. Όχι να περιγράψουμε το περίβλημά της, αλλά να δούμε
την ουσία της. Δύσκολο σημείο για τον ερευνητή που οφείλει να διατηρήσει την
αντικειμενικότητά του, δύσκολο σημείο επίσης για τον επίδοξο εσωτεριστή που δεν
θέλει να αυθαιρετήσει. Αυτό το σημείο το συναντάμε σε όποια εσωτερική παράδοση
και να πιάσουμε. Τι κάνουμε λοιπόν γι’αυτό; Η μεθοδολογική λύση που προτείνουν
αρκετοί μελετητές, και στην οποία προσωπικά έχω μεγάλη εκτίμηση, είναι αυτή του
συμπαθητικού εμπειρισμού.
Συμπαθητικός εμπειρισμός
σημαίνει ότι διεισδύω
στο προς μελέτη υλικό “σαν να” το πιστεύω, έχοντας πρώτα μάθει όσα περισσότερα
πράγματα γίνεται γι’αυτό που μελετάω και τα συμφραζόμενά του.
Πρέπει να μπορώ να μπω στο πετσί του αλχημιστή που πριν από 500 χρόνια
μελετούσε με πάθος κι ευλάβεια τα κείμενα αυτά, να μάθω το περιβάλλον και την
καθημερινότητά του, να καταλάβω την συμβολική γλώσσα που για εκείνον ήταν
καθομιλουμένη, να κατανοήσω ότι για εκείνον η αλχημική πράξη ήταν μια πράξη
εξαγνισμού ταυτόχρονα της ύλης και του εαυτού του, με υπέρτατο οδηγό την ίδια
τη Φύση. Πρέπει να νιώσω πως είναι να πιστεύω ότι με την αλχημική αυτή πράξη
συμβάλλω στην ανέλιξη του υλικού κόσμου, κάτι που θα επιτύχω μόνο αν φροντίσω
την δική μου πνευματική ανέλιξη ταυτόχρονα. Και όλα αυτά πρέπει να τα κάνω
διατηρώντας πάντοτε και την αντικειμενικότητά μου στην άκρη του μυαλού, γιατί
όταν θα επιστρέψω από το ταξίδι μου στον κόσμο αλχημιστή, θα πρέπει να
καταγράψω μόνον όσα στοιχεία μπορούν να τεκμηριωθούν, και όχι τους προσωπικούς,
υποκειμενικούς μου συνειρμούς. Όποιος επιθυμεί να το δει και σαν προσωπικό
μονοπάτι φυσικά και είναι ελεύθερος να αναπτύξει όσους συνειρμούς θέλει – αρκεί
να έχει τη διάκριση να ξεχωρίζει το μεν από το δε. Απαιτεί πειθαρχημένη σκέψη
που προσφέρει δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα: από τη μία κανείς μαθαίνει να
διαχωρίζει τα καταγεγραμμένα γεγονότα από την αυθαίρετη και υποκειμενική
αντίληψη, αφ’ετέρου μαθαίνει να ξεχωρίζει πότε κάποιος άλλος αυθαιρετεί, και
άρα μαθαίνει να κρίνει σωστά ποιές πηγές είναι αξιόπιστες και ποιές όχι.
Στο σημείο αυτό λοιπόν,
και έχουμε περιγράψει το εξωτερικό περίβλημα της αλχημικής παράδοσης, έχουμε
μάθει τα συμφραζόμενα της, κι έχουμε ξεκινήσει να βλέπουμε μέσα από τα μάτια
του υποθετικού μας αλχημιστή. Η τελευταία δεν είναι αφηρημένη ή αυθαίρετη
διαδικασία. Επιτυγχάνεται μέσω ενός ερμηνευτικού σχήματος που λέγεται συμβολική
αντίληψη. Τι είναι αυτή:
Αποτελείται από ένα τετραμερές ερμηνευτικό σχήμα,
που περιλαμβάνει τον κυριολεκτικό, τον αλληγορικό, τον τροπολογικό και τέλος,
τον αναγωγικό τύπο ερμηνείας.
Ο παρατηρητής περνά μέσα από μια διαδικασία που ξεκινά
παθητικά στο κυριολεκτικό
επίπεδο. Δηλαδή στην εικόνα θα βλέπαμε απλά μια μυστήρια γκραβούρα, προφανώς
Αναγεννησιακής καταγωγής που απεικονίζει έναν άνθρωπο που κρατά έναν διαβήτη. Η
κυριολεκτική ερμηνεία
τον αντιλαμβάνεται σαν έναν μαθηματικό ή φιλόσοφο, υποθέτει πως δείχνει κάποια
κρυφή αλχημική συνταγή, και δεν μπαίνει σε άλλη διαδικασία.
Στο αλληγορικό επίπεδο
αντιλαμβανόμαστε ότι η εικόνα έχει συμβολική σημασία, αλλά γίνεται μια απλή
μετατόπιση εννοιών χωρίς ιδιαίτερο συμβολικό βάθος. Δηλαδή συνειδητοποιούμε ότι
το ζευγάρι απεικονίζει την ένωση των αντιθέτων, αναγνωρίζουμε ότι ο
τετραγωνισμός του κύκλου συμβολίζει την διάσπαση της ύλης στα τέσσερα στοιχεία,
και η αναγωγή τετράγωνου σε τρίγωνο αναφέρεται στις τρεις ανθρώπινες υποστάσεις
του σώματος, της ψυχής, και του πνεύματος. Ωστόσο, πέρα της περιγραφικής
ερμηνείας, και πάλι δεν προχωράμε σε κάποια περαιτέρω εμβάνθυνση, απλά
συνεχίζουμε να είμαστε παρατηρητές.
Για το επόμενο βήμα, στο
τροπολογικό
επίπεδο απαιτείται η ενεργή συμμετοχή του παρατηρητή. Πρέπει να αλληλεπιδράσουμε
συνειδητά με το μικροκοσμικό σύνολο συμβόλων που αποτελεί η εικόνα, και μέσω
συστήματος αντιστοιχιών να αντιληφθούμε τις μακροκοσμικές του έννοιες. Εμείς θα
αποτελέσουμε τη γέφυρα ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους. Συνειδητοποιούμε οτι
το ζευγάρι αυτό συμβολίζει και την δική μας, ανθρώπινη οντότητα με τις
αντιθέσεις της, και την δημιουργική πολικότητα του σύμπαντος. Το ίδιο γίνεται
με τους υπόλοιπους συμβολισμούς, όπου ακολουθούμε νοερά τη διαδικασία του
τετραγωνισμού του κύκλου και αναλογιζόμαστε τις προεκτάσεις που μας αφορούν.
Στο τροπολογικό
ακόμη στάδιο, βρισκόμαστε απέναντι
στην εικόνα αλλά αρχίζει και επιδρά μέσα μας αφού αρχίζουμε και ταυτιζόμαστε με
τα σύμβολά της. Εάν, συνειδητοποιήσουμε, ότι
εμείς είμαστε αυτό που
ενώνουμε τις δύο διαστάσεις μικρόκοσμού και μακρόκοσμου, αλλά
και ότι η σύνδεση αυτή πραγματοποιείται μονάχα μέσα μας, πια γινόμαστε το
εκλιπόν κομμάτι της εξίσωσης. Αυτό είναι και ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της
αλχημείας: η ένωση ύλης-πνεύματος, και η ανθρώπινη συμμετοχή σε αυτήν. Η
γκραβούρα σ’αυτό το σημείο μετατρέπεται σε πρακτικό και πνευματικό χάρτη για
τον αλχημιστή-φιλόσοφο, και όταν ταυτιστεί με κάθε της μέρος πρακτικά, νοητικά,
και πνευματικά, γίνεται ο ίδιος αυτός που κρατά τον διαβήτη και αναγνωρίζει τις
μακροκοσμικές συνέπειες των πράξεών του. Άρα, καθώς αποζητώ να μπω στο μυαλό
του αλχημιστή που μελετά αυτό το υλικό, πλέον μπορώ να δω νοερά μέσα από τα
μάτια του. Δεν έχει καμία σημασία αν πιστεύω πραγματικά σε αυτό ή όχι, αρκεί να
μπορώ να δεχτώ ότι αυτός πίστευε σε αυτό που έκανε.
Τώρα, για να καταγράψω
την ανάλυση αυτή με ακαδημαϊκά
αποδεκτό τρόπο, θα πρέπει να τεκμηριώσω τις ερμηνείες των συμβόλων που
μόλις έδωσα – σε όλα τα επίπεδα. Αυτές οι ερμηνείες υπάρχουν -συγκαλυμμένες –
στο κείμενο που συνοδεύει το συγκεκριμένο έμβλημα, αλλά και σε κείμενα της
ίδιας εποχής και σε πλήθος μελετών – δεν
είναι αυθαίρετο κανένα από τα συμπεράσματα αυτά. Η ιστορική και
φιλοσοφική μελέτη με την οποία ξεκίνησα, θα δώσουν το υπόλοιπο αναφορικό
πλαίσιο από το οποίο θα μπορέσω να αντλήσω τις ερμηνείες αυτές. Αν παραλείψω τα
πρώτα βήματα, τότε μπορεί να βγάλω κάποιες πολύ όμορφες, ίσως και χρήσιμες
ιδέες. Αλλά είναι
εξαιρετικά απίθανο να συνδέονται τα συμπεράσματά μου με την
πραγματικότητα της συγκεκριμένης γκραβούρας και παράδοσης.
Εφ’όσον θέλουμε αυτός ο
ακαδημαϊκός κλάδος να ληφθεί σοβαρά υπ’όψην όχι μόνο από την ακαδημαϊκή
κοινότητα, αλλά και από ένα ευρύτερο σκεπτόμενο κοινό, επιβάλλεται να τεκμηριώνουμε
σχολαστικά τα όσα λέμε, και να έχουμε τη διάκριση να ξέρουμε
πότε ένα συμπέρασμα είναι αυθαίρετο και πότε όχι. Μπορώ να αποδείξω, ΄λ.χ., ότι
το τρίγωνο στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα αναφέρεται στο τρίπτυχο
σώμα-ψυχή-πνεύμα που ισούται με το αλχημικό τρίπτυχο άλας-θείο-υδράργυρος;
Μπορώ, χάρη σε αναφορές της ίδιας εποχής, ακόμη και του ίδιου συγγραφέα. Μπορώ
και να δώσω στοιχεία που τεκμηριώνουν την παραίνεση που δίνεται στον αλχημιστή
και τις μακροκοσμικές προεκτάσεις; Αν έχω κάνει σωστά την προπαρασκευαστική
ιστορική και φιλοσοφική έρευνα, κι εχω αποφύγει την υποκειμενική αξιολόγηση ναι,
μπορώ. Εφόσον δώσω αυτό το υπόβαθρο, μετά μπορώ να επεκταθώ στην όποια
χρησιμότητα, αξία, ή ενδιαφέρον διακρίνω σε αυτές τις έννοιες, πλέον πατώντας
σε γερές, και όχι αυθαίρετες βάσεις. Δεν μου τα είπε κάποια διαίσθηση ή κάποια
αθέατη οντότητα, απλά ακολούθησα τα στοιχεία και μπόρεσα και να δώσω μια
τεκμηριωμένη ανάλυση, και να δω μέσα από τα μάτια του εν λόγω αλχημιστή. Έτσι
καταφέρνουμε και μελετάμε με τους δικούς τους όρους αυτά τα θέματα.
Είναι πολύ δύσκολο σε
τόσο λίγο χρόνο να σας μεταφέρω τις έννοιες αυτές με σαφήνεια και χωρίς να
δημιουργούνται πολλά ερωτήματα, αλλά εύχομαι τουλάχιστον ως ένα βαθμό να έχω
διασαφηνίσει τι είναι αυτό που κάνουμε εμείς οι ερευνητές του Δ. Εσωτερισμού.
Φτάνω λοιπόν στο εύλογο
ερώτημα: πάρα πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά εκτός από λόγος προσωπικής ανάπτυξης,
και πέρα από το αυστηρά ιστορικό τους ενδιαφέρον, ποια στην ευχή είναι η χρησιμότητα
όλων αυτών των ερευνών; Πόσο μάλλον σε σχέση με την
επικαιρότητα;
Δεν θέλω να προβώ σε
επιχειρηματολογία που αφορά στην ανάπτυξη της ατομικής ή συλλογικής
συνειδητότητας, στην συλλογική εξέλιξη, ή στις μεταφυσικές προεκτάσεις τέτοιας
μελέτης. Σε καμία
περίπτωση δεν τις απαξιώνω και προσωπικά δέχομαι αρκετές από αυτές, απλά θεωρώ
ότι δεν μπορούν να δώσουν πρακτικές λύσεις σε ευρεία κοινωνική κλίμακα την
συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Επιπλέον, μια τέτοια οπτική
προϋποθέτει κανείς να ασκεί ή να ακολουθεί κάποια παράδοση πρωτίστως για
προσωπικούς λόγους. Εστιάζω λοιπόν, στους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να
είναι πιο διαδεδομένη και κατανοητή η ακαδημαϊκή μελέτη αυτών των θεμάτων και
στη χώρα μας. Σε όσους αυτή η προσέγγιση μοιάζει υπερβολικά ορθολογική θα ήθελα
να τονίσω το εξής: Εάν όσοι αγαπάμε αυτές τις παραδόσεις, θέλουμε κάποια στιγμή
να αποστιγματιστούν και να μπορούμε να τα συζητάμε ανοιχτά αντί να θεωρούμαστε
εκκεντρικοί, για να μην πω γραφικοί, και αν θέλουμε επιτέλους να αναχαιτιστεί η
αναίσχυντη παραφιλολογία που μας παρομοιάζει όλους με χίπηδες σατανιστές, τότε
θα πρέπει να έχουμε ένα σκεπτικό, ένα λεξιλόγιο κι έναν τρόπο μετάδοσης αυτών
των θεμάτων, που να γίνεται κατανοητός και σε ένα ευρύτερο κοινό, και για να
ξεκαθαρίζουμε και με τους αυτόκλητους γκουρού και παρασημοφορημένους
διδασκάλους πάσης φύσεως. Η
ακαδημαϊκή προσέγγιση δεν υποκαθιστά το βιωματικό μονοπάτι, και το τονίζω για
να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Όμως, παρέχει ισχυρή
επικοινωνιακή και διανοητική εργαλειοθήκη για να αντλήσουμε την πραγματική αξία
αυτών των θεμάτων και όχι ερμηνείες που βασίζονται στην άγνοια και την
ημιμάθεια.
Υπό αυτό το πρίσμα
λοιπόν, το πρώτο πράγμα που παρέχει από εκπαιδευτικής πλευράς, είναι την εξάσκηση της διανόησης
– του μυαλού. Μας υποχρεώνει σε μεγαλύτερη αυτογνωσία γιατί πρέπει να κάνουμε
συνειδητή διάκριση μεταξύ ορισμένων πραγμάτων, και προσφέρει μια πολύ πιο
ευρυγώνια οπτική που μας επιτρέπει να βλέπουμε πίσω από την κουρτίνα, την
επιφάνεια δηλαδή, της πραγματικότητας – κάτι που μπορούμε να εφαρμόσουμε
παντού. Υποχρεώνοντάς μας στην ταυτόχρονη ορθολογική και συμβολική αντίληψη, μας βοηθά να διακρίνουμε τι πραγματικά
γράφεται πίσω από τις γραμμές της πραγματικότητας – και αυτή
είναι μια δεξιότητα που μας χρειάζεται τώρα όσο ποτέ. Ας μην ξεχνάμε, σ’αυτή
την τόσο δύσκολη εποχή, ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έλεγαν πως η γνώση είναι
δύναμη. Αναπτύσσοντας την ελεύθερη και κριτική σκέψη, παύουμε να είμαστε θύματα καταστάσεων,
και γινόμαστε ενεργοί, δημιουργικοί πολίτες. Όπως ακριβώς η προπόνηση για τον
στίβο κάποια μέρα μπορεί να μας σώσει τη ζωή αν μας κυνηγάει ένας άγριος
σκύλος, έτσι ακριβώς η προπόνηση της διανόησης μας ανοίγει ορίζοντες που δεν
είχαμε αντιληφθεί. Με
την οκνηρή σκέψη που δεν κοπιάζει να ψάξει, να τεκμηριώσει, να διασταυρώσει,
που επιδίδεται στο αναμάσημα θεωριών συνομωσίας και κουρασμένων προκαταλήψεων,
που κάνει αυθαίρετες συνδέσεις, ενισχύεται ο ρόλος και ο ψυχισμός του θύματος
που ψάχνει σωτήρες και δαίμονες ταυτόχρονα. Έτσι δεν πρόκειται
να σκεφτούμε νέες λύσεις και θα είμαστε πράγματι καταδικασμένοι στο περιθώριο.
Όσοι βρεθήκατε στην ημερίδα ΜΕΤΑCΟΝ που διοργάνωσε η Ελληνική
Κοινότητα του Μεταφυσικού θα θυμάστε πως είχα αναφέρει ότι στο εξωτερικό
υπάρχει μεγάλη άγνοια για την πορεία τέτοιων και παρόμοιων παραδόσεων στην
Ελλάδα. Είχα επισημάνει μια πλειάδα θεμάτων προς έρευνα που θα γίνονταν
ανάρπαστα από τον συγκεκριμένο κλάδο. Ο μόνος τρόπος που θα γίνει αυτό είναι αν
παράγουμε ποιοτικές έρευνες, μακριά από εμπάθειες, συνομωσιολαγνείες,
υπερβολές, και αυθαιρεσίες. Μόνο έτσι θα μας πάρουν στα σοβαρά και μόνο έτσι θα
γίνουν δεκτά προς έκδοση και συζήτηση. Για ποιό λόγο να κάνουμε κάτι τέτοιο;
Επιστρέφω στα τρία
σενάρια που σας πρότεινα στην αρχή. Στο πρώτο είμαστε ονειροπόλοι Δον Κιχώτες.
Στο δεύτερο κάνουμε κάτι ουσιώδες, αλλά βρισκόμαστε στο περιθώριο. Στο τρίτο,
έχουμε ένα ξεχασμένο και πολύτιμο κομμάτι πολιτισμού να εξερευνήσουμε, να
αναπτύξουμε, και να μεταλαμπαδεύσουμε. Ωστόσο, πρέπει να μάθουμε περισσότερα
γι’αυτόν τον τρίτο πυλώνα του πολιτισμού αν είναι να τον δικαιώσουμε. Αν
θέλουμε να είμαστε αντάξιοι των προγόνων μας και όχι κακέκτυποι νοσταλγοί τους,
τότε πέρα από τα ωραία λόγια πρέπει να αναπτύσσουμε και να παράγουμε πολιτισμό
και γνώση. Γιατί ο πολιτισμός είναι το μόνο αντίβαρο που μας μένει απέναντι
στην κρίση που εκτός από οικονομική, τείνει να γίνει και κάτι πολύ πιο
επικίνδυνο σε όλα τα επίπεδα