(Σημ. Blog : Αναδημοσιεύουμε ένα εξαιρετικό πόνημα
από το leandroslk.blogspot.gr)
Το Τυπικό είναι
πρωτίστως ένα ανθρώπινο δημιούργημα. Εκφράζει, όμως, πλείστες έννοιες. Από την
πρωταρχική απαίτηση περί σιγής για τον νεομύητο, μέχρι βαθύτερες εσωτερικές
αλήθειες που ούτε και ο πλέον ικανός ομιλητής δεν θα μπορούσε με ευκολία να
εκφράσει. Να μη λησμονούμε ότι πολλές από τις έννοιες του Τυπικού, λόγω της
φύσεώς τους, παραμένουν ανέκφραστες, απρόσιτες - όχι μόνον στους αμύητους, αλλά
και στους μη επαρκώς παιδευμένους τέκτονες - για τον λόγο ότι η γλώσσα δεν
είναι ικανή να εκφράσει έννοιες χωρίς αντίστοιχες εικόνες του πνεύματος.
Το πνεύμα του
ανθρώπου ήταν πάντοτε θεϊκά φωτισμένο, με το φως εκείνο που προήλθε από τον
Θεό. Ο Τεκτoνισμός, ως συνεχιστής της εσωτερικής Διδασκαλίας, διατήρησε με τα
τυπικά του όλο το βάθος της προαιώνιας Σοφίας, καλύπτοντας με αλληγορίες και
συμβολισμούς το περιεχόμενο του Φωτός, παρέχοντας την ελευθερία στους μελετητές
για την εσωτερική αναζήτηση του.
Εννοιολογική
προσέγγιση - Οριοθέτηση
Όλες οι
τεκτονικές εργασίες, οι Συνεδριάσεις, οι Μυήσεις, οι επιμέρους Τελετές
διεξάγονται σύμφωνα με καθορισμένο Τυπικό.
Τι είναι όμως το
Τυπικό; Ως τυπικό, σύμφωνα με τον πλέον αποδεδεγμένο ορισμό, νοείται η περιγραφή
των τεκτονικών τελετών - τελετουργιών με βάση τους ειδικούς σε κάθε βαθμό
τύπους (rites). Διαιρείται - ή πρέπει να διαιρείται - γενικώς σε τέσσερα μέρη:
α) Τη Διασκευή του Ναού
β) Τον Κεραμιστή
του βαθμού (Tuileur, Tyler), δηλαδή το κομμάτι που περιλαμβάνει το σημείο
αναγνωρίσεως, την τάξη του βαθμού, , την ιερά λέξη, τη χειραψία αναγνωρίσεως.
γ) Το άνοιγμα και το κλείσιμο των εργασιών,
καθώς και την τελετή της μυήσεως, και
δ) Την Κατήχηση
ή, άλλως, όπως σήμερα έχει επικρατήσει να λέγεται την υπό τη μορφή
ερωταποκρίσεων διδασκαλία του βαθμού.
Στην πράξη το
Τυπικό είναι η υπό μορφή μικρού βιβλίου συλλογές των τελετών που σχετίζονται με
τις τεκτονικές εργασίες, περιγράφουν δε σε αυτά τις διαδικασίες της μυήσεως,
δίνοντας εξηγήσεις για τις αλληγορικές έννοιες και το συμβολισμό κάθε
τεκτονικού βαθμού.
Αυτά είναι εν
πολλοίς γνωστά. Το τεκτονικό τούτο τεμάχιο θα προσπαθήσει απόψε να καλύψει δύο
σκέλη. Ένα ιστορικό (καταγωγή - εξέλιξη) και ένα βαθύτερο (εσωτερική
προσέγγιση). Θα προσπαθήσει να αποδώσει αυτά με τη χρήση γλώσσας απλής και
ουσιαστικής, πάντοτε όμως εσωτερικής και αναγωγικής προς τα εκεί όπου κάθε
λεκτικός - πνευματικός κραδασμός, ο οποίος λαμβάνει χώρα σε μία κανονικώς
ανοιγμένη Στοά, πρέπει να απευθύνεται. Το κυριότερο όμως είναι ότι το τεμάχιο
αυτό επιθυμεί να αποφύγει να υιοθετήσει υπερβολές και ιστορικές αοριστίες -
κυρίως όσον αφορά την εγκυρότητα των στοιχείων που αναφέρει. Όλα όσα θα
ακούσετε αποτελούν τμήματα της κοινά αποδεκτής τεκτονικής ιστορικής καταγραφής
και προκύπτουν από έγγραφα των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται.
Ι. Ιστορική
προέλευση
Πρώιμα στοιχεία
Τα πρώτα
καταγεραμμένα στοιχεία τεκτονικών τυπικών - προσοχή όταν λέμε τεκτονικών
εννοούμε τυπικών που εφαρμόζονται σε αμιγώς επαγγελματικές τεκτονικές
συντεχνίες και όχι μυσταγωγικού χαρακτήρα αδελφότητες - χρονολογούνται από τον
14 ο αιώνα. Πρόκειται κυρίως για συλλογή κανόνων υπό τη μορφή καταγραφής
κανονισμών και καθηκόντων. Το αρχαιότερο είναι αυτό της Τεκτονικής Εταιρίας του
Λονδίνου (London Masons Company) και χρονολογείται από το 1356.
Ακολουθούν κάποια
άλλα χειρόγραφα περισσότερο επεξεργασμένα στα οποία καταγράφονται ορισμένα
στοιχεία υπό μορφή κατηχήσεων ή ερωταποκρίσεων. Αυτά είναι γνωστά ως «Αρχαία
Καθήκοντα» ή «Χειρόγραφα Συντάγματα» του Τεκτονισμού. Αρχίζουν με το Χειρόγραφο
Regius (1390) και το Χειρόγραφο Cooke (1410) και συνεχίζουν σε περισσότερες από
130 εκδοχές ή παραλλαγές χειρογράφων μέχρι τον 18ο αιώνα. Η δομή τους είναι εν
πολλοίς η ίδια.
Ξεκινούν με μία
προσευχή προς τον Δημιουργό ή τον προστάτη της Συντεχνίας, συνεχίζουν με μία
σύντομη αναφορά για την ιστορία του Τάγματος από τη βιβλική εποχή μέχρι τις
μέρες εκείνες (η ιστορική ακρίβεια των αναφερομένων θα έκανε κάθε ευυπόληπτο
καθηγητή ιστορίας να φρικιά εάν εκαλείτο να αποδείξει την ιστορική τους
ακρίβεια), συνεχίζουν με ηθικές παραινέσεις και συνήθως ολοκληρώνονται με
κανόνες σωματειακής οργάνωσης σε επίπεδο μαθητευομένων, εταίρων και διδασκάλων.
Τα χειρόγραφα,
όμως, αυτά περιέχουν και ορισμένα στοιχεία τεκτονικής τελετουργίας, όπως την
εννοούμε εμείς σήμερα με βάση τα αναφερόμενα στα σύγχρονα τεκτονικά τυπικά. Εάν
τα εξετάσουμε συνολικά και τα ερμηνεύσουμε με προσοχή είναι πιθανόν να
διακρίνουμε κάποια στοιχεία μίας πρώιμης τελετής εισδοχής, μία πρώιμη δηλαδή
μυητική τελετή, η οποία βέβαια πολύ απέχει απ’ ότι ορίζουμε σήμερα.
Και κάτι ακόμα:
αναφερόμεθα σε μία εποχή (1356-1390) που προφανώς υπάρχει μόνον ένας βαθμός και
επομένως μία τελετή εισδοχής. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε τη δομή του
βαθμού αυτού. Με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα είδος
μίξεως στοιχείων από τον βαθμό του Μαθητού και του Εταίρου. Θα πρέπει να
περάσουν περίπου δύο αιώνες για να συναντήσουμε στα πρακτικά μιας Σκωτικής
Στοάς αναφορά για εργασίες δύο βαθμούς (1598). Πρόκειται για μία επέκταση του
πρώιμου αυτού βαθμού, η οποία περιλαμβάνει ένα είδος ανάληψης υποχρέωσης εκ
μέρους του μυούμενου, μαζί με σημεία, όρκους και λέξεις αναγνωρίσεως που
μοιάζουν εν πολλοίς με τις σύγχρονες τελετές. Για τρίτο βαθμό ούτε λόγος!
Παραμονές της
δημιουργίας της Μεγάλης Στοάς
Φτάνουμε αισίως
στα 1696, χρονολογία κατά την οποία φέρεται ότι συντάχθηκε το Χειρόγραφο του
λεγόμενου «Αρχειακού Οίκου του Εδιμβούργου» («Edinburgh Register House») το
οποίο ονομάστηκε έτσι διότι βρέθηκε στο Δημόσιο Αρχείο της πόλεως του
Εδιμβούργου. Έχει τίτλο «The Forme of Giveing The Mason Word» ή σε απλή
μετάφραση «Ο Τρόπος (η Τελετή) αποδόσεως του Τεκτονικού Λόγου (της Τεκτονικής
Μυήσεως)».
Σε αυτό έχουμε
την πρώτη σχεδόν ολοκληρωμένη αναφορά τεκτονικής μυήσεως (ορθότερα εισδοχής)
ενός μαθητή τέκτονα ακολουθούμενη από τη μύηση ενός «διδασκάλου τέκτονα ή
συντέκτονα (συντέχνου)» («master mason or fellow craft») όπως είναι ο πλήρης
τίτλος (sic) που αποδίδεται στον δεύτερο βαθμό. Και πάλι η εισδοχή/μύηση
ολοκληρώνεται με την ανάληψη της υποχρέωσης εκ μέρους του μυούμενου, χωρίς όμως
καμία αναφορά στις συμβολικές ποινές.
Για να
σχηματίσουμε μία εικόνα για εργασίες κατά το τυπικό της εποχής πρέπει,
πρωτίστως να αναρωτηθούμε πώς ήταν οι Στοές στις αρχές του 18ου αιώνα; Εν
προκειμένω, πρέπει να αποβάλουμε κάθε εικόνα περικαλλών Ναών με την επίπλωση
που έχει μία σύγχρονη αίθουσα. Η Στοά ήταν είτε ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω
μέρος μίας τυπικής αγγλικής pub ή μία προέκταση του υπόστεγου μίας οικοδομής.
Σπάνια παρευρίσκονταν περισσότεροι από 10 - 12 μέλη, η δε μυητική διαδικασία
γινόταν από στήθους και όχι κατ’ ανάγκη με βάση κάποιο - έστω - πρώιμο τυπικό.
Πώς όμως ήταν το
τυπικό την εποχή εκείνη; Χωρίς να έχουμε ασφαλή γνώση μπορούμε να πούμε ότι
έμοιαζε με τον τύπο της σημερινής τεκτονικής κατήχησης (διδασκαλίας). Κάτι σαν
δεκαπέντε - ή περίπου τόσες - ερωταποκρίσεις. Σε αυτές συναντάμε τις πρώτες
νύξεις περί τεκτονικού συμβολισμού. Και ο συμβολισμός αυτός δεν αργεί να
εξελιχθεί στα πλαίσια της τεκτονικής αλληγορικής/σημειολογικής παράδοσης, χωρίς
όμως να ξεφεύγει από τα στενά όρια της βιβλικής διδασκαλίας.
Παρά ταύτα, ούτε
λόγος ακόμα για τον τρίτο βαθμό, πολλώ δε μάλλον για τον Μέγα Μύθο αυτού. Η
τεκτονική παράδοση της εποχής συνεχίζει να τον αγνοεί! Πρώτη αναφορά για την
ύπαρξη τρίτου βαθμού γίνεται μόλις στα 1726 στο χειρόγραφο Graham και είναι
σαφώς υπαινικτική και εξαιρετικά δυσερμήνευτη. Παρά ταύτα, ακόμα και αν
θεωρήσουμε ότι υπήρχε τρίτος βαθμός δεν είναι καθόλου σαφές αν υπήρχε και
χωριστό τυπικό. Το γεγονός αποκλείουν ομόφωνα όλοι οι τέκτονες ιστορικοί και
μελετητές.
Από το σημείο
αυτό ξεκινά το παράδοξο που θα αναλύσουμε κατωτέρω. Ενώ λοιπόν το τυπικό
φαίνεται να εξελίσσεται, χάνονται όλες οι αναφορές σε αυτό από κείμενα που
ανήκουν σε μέλη - ιστορικούς του Τάγματος. Τις πληροφορίες μας αντλούμε πλέον
από τα λεγόμενα «αποκαλυπτικά κείμενα», όπως αυτά του Prichard (1730), του
Herault (1736) του αββά Perau (1742) του Travenol (1742). Σ’ αυτά συναντάμε
εκτενείς αναφορές για τους βαθμούς του Μαθητού και του Διδασκάλου (ο δεύτερος
βαθμός ήταν πάντοτε λίγο ριγμένος) , για το τελετουργικό της μυήσεως, για τις
ιερές λέξεις, την τάξη κλπ. Τόσο μεγάλες ήταν οι αποκαλύψεις ώστε η Μεγάλη Στοά
της Αγγλίας αναγκάστηκε να αντιστρέψει τις ιερές λέξεις των βαθμών του Μαθητού
και του Εταίρου για να σώσει τα προσχήματα (εξ ου και το παράδοξο ορισμένες
Στοές της ηπειρωτικής Ευρώπης να εκφράζουν αντίστροφα τις ιερές λέξεις στον
βαθμό του Μαθ. και του Ετ. από αυτές της Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας).
Έκτοτε η εξέλιξη
του τεκτονικού τυπικού λαμβάνει διττή κατεύθυνση με άξονες αφ’ ενός τα τυπικά
των Στοών που συνδέονται ή εξαρτώνται από τη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας και αφ’
ετέρου αυτά που είναι γαλλικής προέλευσης, καταλήγοντας στα τυπικά που
χρησιμοποιούνται στις ημέρες μας και τις παραλλαγές τους (περίπου 80
καταγεγραμμένες).
Ανακεφαλαιώνοντας,
συγκρατούμε τα εξής:
α) Ένα πρώιμο
τεκτονικό Τυπικό ιστορικά εμφανίζεται περίπου στα 1350.
β) Έχει τη μορφή
Συντεχνιακών Κανόνων.
γ) Στην εξέλιξή
του τους επόμενους αιώνες διαφαίνεται μία πρώιμη τελετή εισδοχής την οποία
ερμηνεύουμε με βάση τα Αρχαία Καθήκοντα.
δ) Μετά τη
δημιουργία της πρώτης Μεγάλης Στοάς (1717) και τουλάχιστον για μισό αιώνα
αργότερα δεν έχουν διαμορφωθεί ευκρινώς οι τρεις βαθμοί και εξελίσσονται τα
αντίστοιχα τυπικά.
ε) Η εξέλιξη
κινείται στη βάση αφ’ ενός του αγγλικού τύπου τυπικού (όπως διαμορφώθηκε από τη
Στοά της Συνδιαλλαγής) και καλείται Τυπικό Αμίλλης και αφ’ ετέρου του
αντίστοιχου γαλλικού.
Ελλάδα
Στην Ελλάδα δεν
συναντούμε καμία συγκεκριμένη επίσημη αναφορά για την προέλευση των τεκτονικών
τυπικών (ενν. των συμβολικών βαθμών). Ερανιζόμαστε αποσπάσματα από κείμενα
μεγάλων τεκτόνων, οι οποίοι κατέλαβαν ανώτατες θέσεις στη Διοίκηση του
Τάγματος.
Ο Ιωάννης Βασιλής
στο βιβλίο του «Δια την κατάρτισιν του Μαθητού Τέκτονος», το οποίο σημειωτέον
αποτέλεσε αντικείμενο των επισήμων φροντιστηρίων που έγιναν το έτος 1950 και
τελούσαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος (επομένως αναμφισβήτητα
μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει την επίσημη θέση αυτής) γράφει: «Ως πηγή της
Τεκτονικής παραδόσεως θεωρείται το Ιερόν Βιβλίον του Ζοχάρ, το οποίον περιείχε
την κοσμοθεωρίαν των Ιουδαϊκών Μυστηρίων... Συντάκτης του Ζοχάρ φέρεται
ιστορικώς ο (Ραββίνος) Ακιβά. Μαθητής του τελευταίου διατύπωσε αλληγορικώς την
Τεκτ παράδοσιν. Ταύτην έλαβον οι Ροδ+ και εκ τούτων οι Τέκτονες... Ως συντάκτης
των τυπικών του Α’ και Β’ βαθμού φέρεται ο Ροδόσταυρος Robert Fludd (Ροβέρτος
Φλόϋντ) συνεργάτης του περίφημου Ροδ+
Elias Ashmole.». Ο Αλέξανδρος
Κόγιας στο βιβλίο του «Περί τον Τεκτονισμόν - Καταγωγή και Οργάνωση» γράφει:
«Τα παρ’ ημίν χρησιμοποιούμενα Τυπικά αποτελούν κράμα των τυπικών του ΑΑΣΤ, του
Γαλλικού Τύπου, και του τύπου του Misraim». Τέλος, ο Αλέξανδρος Τζαζόπουλος στο
βιβλίο του «Οι Μυσταγωγία του Τεκτονισμού - Μελετήματα επί των Τυπικών»
επιβεβαιώνει την ως άνω άποψη και αναφέρει ότι το παρ’ ημίν τυπικό αποτελεί
μετάφραση του Γαλλικού.
Πράγματι, από την
πρώτη εμφάνιση του Τεκτονισμού στην Ελλάδα (όποτε και εάν ήταν αυτή - το ζήτημα
εκφεύγει της παρούσας εργασίας) εώς το 1863 όπου εμφανίζεται ένα πρώιμο
ελληνικό τυπικό της Στοάς Φοίνιξ Κερκύρας κυκλοφόρησαν κάποια τυπικά ή ορθότερα
συρραφή τυπικών - κατηχήσεων χωρίς όμως να έχουν μορφοποιημένη δομή. Το Τυπικό
της Στ. Φοίνιξ ήταν μετάφραση του τυπικού της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας (υπό
την αιγίδα της οποίας άλλωστε η Στοά αυτή εργαζόταν μέχρι το 1931). Ακολουθεί
το 1883 η έκδοση του Τυπικού της ιδρυθείσας το 1881 Στοά Πυθαγόρας των Αθηνών
με τίτλο «Εγχειρίδιο Τυπικού του Αρχαίου Σκωτικού Συστήματος». Το Τυπικό αυτό
υιοθετείται από την τότε Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος και μάλιστα
γίνονται νέες τροποποιημένες εκδόσεις αυτού το 1891, 1897 και 1905. Το 1916 με
απόφαση του Υπάτου Συμβουλίου του 33ο μεταφράζεται το Τυπικό της Μεγάλης Στοάς
της Γαλλίας το οποίο ισχύει μέχρι το 1922. Το 1922 το Ύπατο Συμβούλιο
καταρτίζει εκ νέου επιτροπή προς επεξεργασία του τυπικού και το ίδιο συμβαίνει
και το 1928. Στις επιτροπές αυτές συμμετέχουν επιφανείς τέκτονες διανοητές όπως
ο Σπυρίδων Νάγος, Αντώνιος Ανδριανόπουλος, Εμμ. Γαλάνης, Σπυρίδων Κεφαλάς. Μετά
το 1932 έγιναν νέες εκδόσεις οι οποίες για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Αλ.
Τζαζόπουλου «παρουσιάζουν τινάς τροποποιήσεις και απλουστεύσεις».
Τα τεκτονικά
τυπικά σήμερα
Σήμερα τα τυπικά
έχουν λάβει ή τουλάχιστον τείνουν να λάβουν μία οριστικοποιημένη μορφή. Επίσης
έχει διαμορφωθεί μία παγία ερμηνευτική – μυσταγωγική προσέγγιση έναντι των
χρησιμοποιούμενων τυπικών, γεγονός που προσδίδει σε αυτά εκτός από την έγκριση
της τεκτονικής Αρχής και έναν χαρακτήρα αποδοχής στη συνείδηση των εργαζομένων
με βάση αυτά επιμέρους στοών. Κρατεί η άποψη ότι τα Γαλλικά Τυπικά θεωρούνται
αυθεντικότερα δεδομένου ότι προσομοιάζουν περισσότερο προς τα τυπικά του 18ου
αιώνα, ενώ τα αγγλικά δημιουργήθηκαν το 1813 (Τυπικά Αμίλλης) ως αποτέλεσμα
συμβιβασμού των Μεγάλων Στοών των Antients και των Moderns.
Πάντως, το
τεκτονικό τυπικό πρέπει να θεωρείται κείμενο εξελισσόμενο και ζωντανό,
υποκείμενο στην εσωτερική και πνευματική προδιάθεση των ασκούντων αυτό. Το πόσο
εξελισσόμενο και η συνάρτησή του με την εσωτερική παράδοση θα μας απασχολήσει
κατωτέρω.
Στην Ελλάδα
σήμερα, αμφοτέρων των παραδόσεων τα τυπικά (Γαλλικής και Αγγλικής) λειτουργούν
από Στοές υπό την αιγίδα τόσο της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος και της Εθνικής
Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος (με μία σαφή προτίμηση της πρώτης στα γαλλικής
προέλευσης και της δεύτερης στο τυπικό της Αμίλλης, μολονότι Στοές υπό την
σκέπη της Εθνικής Μεγάλης Στοάς εργάζονται σήμερα κατά το Σκωτσέζικο, το
Γερμανικό και το τυπικό της GLNF).
ΙΙ. Εσωτερικός
χαρακτήρας του Τεκτονικού Τυπικού
Εσωτερική έννοια
Ο Γράβιγγερ
γράφει: «Διά των εν τω Τυπικώ ιερουργιών επιδιώκεται η ένωσις των μελών μίας
Στοάς μετά του Πνευματικού Κόσμου». Κατ’ αρχήν τι προσφέρει ένα τεκτονικό
τυπικό; Το πρώτο - και σίγουρα το ελάχιστο εξαιρέσει της ικανότητας να τελούμε
στοιχειωδώς τον τεκτονικό τύπο των εργασιών μας - που προσφέρει το τυπικό είναι
ορισμένη ερμηνευτική βάση για τις φυσικές και ηθικές ερμηνείες των συμβόλων και
των συμβολικών τελετών. Έργο καθενός από εμάς είναι να αποκαλύψει την εσωτερική
και αναγωγική ερμηνεία των πληροφοριών αυτών. Άλλως, ουδείς μπορεί να θεωρηθεί
ουσιαστικώς μυημένος σε έναν τεκτονικό βαθμό.
Εάν, λοιπόν,
δεχθούμε ότι υπάρχουν δύο ειδών μυήσεις σε κάθε βαθμό: α) μία τυπική και
θεωρητική που απονέμεται ως απόρροια της τελετής, και β) μία ουσιαστική και
εσωτερική που κατακτάται με την προσωπική προσπάθεια του μύστη, το τυπικό
παρέχει τα μέσα για την προσέγγιση και των δύο. Βέβαια, δεν είναι δύσκολο να
αντιληφθούμε ότι χωρίς τη δεύτερη, ουδεμία κατ’ ουσίαν μύηση συντελείται.
Επομένως, θα
μπορούσαμε να συνάγουμε ότι το τεκτονικό τυπικό ενέχει φράσεις, κινήσεις,
σύμβολα και γενικώς τύπους οι οποίοι διαθέτουν μία έμφυτη δυναμικότητα,
δεδομένου ότι εξεικονίζουν παγκόσμιους νόμους του αοράτου σύμπαντος. Εάν,
λοιπόν, λάβουμε υπ΄ όψιν τη μακρά και συνεχή επανάληψη αυτών κατά πανομοιότυπο
τρόπο, αντιλαμβανόμαστε ότι το τεκτονικό τυπικό κέκτηται μία δυναμική
ανυπολόγιστης σημασίας.
Η ουσία του
Τυπικού δεν περιορίζεται απλώς και μόνον στην αναπαράσταση ενός μυητικού
δράματος με σκοπό τη διέγερση των κέντρων της προσοχής, του θαυμασμού, αλλά και
αισθημάτων του υπό μύηση ή του ήδη
μυημένου. Σκοπός βαθύτερος είναι η δια των ψυχικών αισθήσεων αντίληψη και η
βαθύτερη κατάβαση στο εσώτερο εγώ - όπως λέει και το ίδιο το τυπικό. Επειδή,
όμως η ουσία αυτή δεν έχει φυσική ή ορατή μορφή απαιτείται όχι μόνον γνώση και
ερμηνευτική ικανότητα, αλλά και άσκηση και εναρμόνιση με την εσωτερική δυναμική
του τυπικού.
Ο Γράβιγγερ
γράφει: «το Τεκτονικό Τυπικό έχει μεγάλη και ύψιστη σημασία, επειδή δι’ αυτού
δύναται ο άνθρωπος να μεθέξη εις το Θείον Έργον της διαπλάσεως του Κόσμου.
Άλλωστε το Τυπικό αυτό στηρίζεται επί του Μεγάλου Τυπικού εκ των άνω και χάρις
εις τον οικοδομικόν του συμβολισμό, το παν περιστρέφεται και συγκεντρούται περί
το έργον του Δημιουργού...». Ο Σπυρίδων Νάγος παραδέχεται ότι «η εκτέλεση του
Τεκτονικού Τυπικού σκοπό έχει αφ’ ενός να προσκαλέσει την πνευματική δύναμη
προς αρωγή των αδελφών αφ’ ετέρου να αφυπνίσει τη συνείδηση των παρισταμένων,
εκχέοντας τα μυσταγωγικά ρεύματα των ανώτερων κόσμων...». Ο δε R. Guenon γράφει
στο έργο του Aperçus sur l’ initiation ότι το Τεκτονικό Τυπικό είναι η «τόσο
από τελετουργική όσο και από μυστική έννοια η ‘Τέχνη’ της ύψιστης πνευματικής
οικοδομήσεως».
Διδασκαλία
Η διά του τυπικού
διδασκαλία είναι κατ’ αρχήν αντικειμενική προϋπόθεση την οποία επιτάσσει ο
(μυσταγωγικός) χαρακτήρας του Τεκτονισμού. Η διδασκαλία αυτή συνιστά μέθοδο διά
της οποίας αναζητείται η Αλήθεια, εξελίσσεται το πνεύμα, εξαγνίζεται η Ψυχή και
φωτίζονται τα σκοτεινά βάθη της εσωτερικής γνώσης και έρευνας. Η διδασκαλία του
Τυπικού δεν αποτελεί αυθαίρετη δημιουργία, δεν αποτελεί σύνθεση φράσεων και
παράθεση υψιπετών ηθικών εννοιών και ιδανικών. Η διδασκαλία αυτή απέρρευσε από
την εσώτερη ώθηση την οποία δημιούργησε ο ενδιάθετος πόθος των εξελιγμένων
ψυχών για την προσέγγιση της Αλήθειας και του Φωτός. Οι εξελιγμένες αυτές
ψυχές, οι αληθείς μύστες πρόγονοι μας αντελήφθησαν ότι ο πόθος αυτός περνά
μόνον μέσα από την ατραπό της ανύψωσης της καρδίας και του πνεύματος, της
καλλιέργειας της Αγάπης και την επίκληση των ανώτερων θείων δυνάμεων που
αποτελούν φωτεινό οδηγό κάθε αληθινού Τέκνου του Φωτός.
Επομένως, το
Τυπικό του Τεκτονισμού, όπως όλα τα τυπικά των μυσταγωγικών συστημάτων,
απευθύνεται πρωτίστως σε όσους (από εμάς) συναισθάνονται ότι ευρίσκονται στο
σκότος και αναζητούν την οδό που θα τους οδηγήσει στο Φως, αναζητούν τη διδαχή
που θα τους επιτρέψει να εισδύσουν στη σφαίρα των δημιουργικών αντιλήψεων και
να κατανοήσουν ότι το τυπικό - εκτός των ανώτερων κραδασμικών του ικανοτήτων
(ζήτημα για το οποίο οφείλω εν προκειμένω να σιγήσω) - αποτελεί άσκηση της
εξύψωσης των ανθρωπίνων ιδεωδών.
Αυτός είναι ο
λόγος που ο Τεκτονισμός προτρέπει τους φοιτούντες σε αυτόν να μελετούν τα
Τυπικά. Πέραν της ψυχικής φορτίσεως που προσδίδει το Τυπικό στους συμμετέχοντες
στις τεκτονικές εργασίες, ανυψώνει τον εσώτερο νου και την καρδιά και καθιστά
τους μυημένους ικανούς «προς βελτίωσιν, εθίζοντες το πνεύμα προς σύλληψιν των
υψηλών ιδεών της δόξης, της αρετής και του καθήκοντος».
Μυητική οδός
Οι τελετές που
αναφέρονται σε ένα τεκτονικό τυπικό έχουν πολλές φορές περιγραφεί, ερμηνευθεί
και αναλυθεί ανάλογα με τη διάθεση, την παίδευση και το πρίσμα κάθε μελετητή.
Αυτά, όμως, είναι όλα που προσφέρει το τυπικό; Αρκεί η γνώση, η ανάλυση και η
ερμηνεία; Μήπως αυτά δεν είναι παρά τελετουργίες; Μήπως «η πραγματική μύηση
πρέπει να ξεχωρίζει ... από τις συμβολικές μυήσεις, που δεν είναι παρά οι
εικόνες της»; Αυτή είναι και η ουσία της χρήσης του Τεκτονικού Τυπικού. Το Τυπικό
δεν αποτελεί ούτε περιέχει «αποκαλυπτική» ή «μυστική» διδασκαλία. Η μυστική του
διδασκαλία δεν βρίσκεται πουθενά τυπωμένη, ούτε αναφέρεται κατά τις εργασίες,
αλλά έγκειται στην αυτοσυγκέντρωση και την μυστική κατάβαση στο ίδιον «εγώ».
Όταν μελετούμε το εσωτερικό περιεχόμενο του Τυπικού, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό
ανάγεται στην Προσπάθεια, στην αναζήτηση της Τελειότητας, στην επικοινωνία του
Ανθρώπου με το Θείο, μέσα και δια μέσου της Γνώσης και της Αγάπης.
Το Τυπικό μας
επιτρέπει να βρούμε τον κοινό δεσμό, που ανυψώνει τον άνθρωπο σε μύστη. Η
ταυτότητά του, που η απαρχή και η εξέλιξή της είδαμε πόσο δυσδιάκριτη είναι,
φέρνει στον νου μια παράδοση που γίνεται διαισθητικά αισθητή, μια παράδοση που
έχει χαθεί και που χρειάζεται να την ανακαλύψουμε και πάλι με την εσωτερική
κατανόηση και επίκληση των συμβόλων, των εννοιών και των αλληγοριών που
εκφράζει.
Αυτός είναι και ο
κύριος λόγος για τον οποίο είναι δυσχερές να ερμηνεύσουμε τον συμβολισμό του
Τυπικού στη συνηθισμένη γλώσσα, χωρίς να κινδυνεύσουμε να αλλοιώσουμε την
εσωτερική του αξία . Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η μυητική οδός που δεικνύει του
Τεκτονικό Τυπικό σκοπό έχει την εσωτερική μύηση, δηλαδή την αέναη αναζήτηση του
Απολεσθέντος Λόγου, την τελική επανενσωμάτωση του ανθρώπου στην ουσία του, με
το νου και την καρδιά (λογική και συναίσθημα), με την αναζήτηση της εναρμόνισης
προς τον Παγκόσμιο Ρυθμό.
Ακολουθία –
Εναρμόνιση
Ακούγεται συχνά
στις Στοές ότι πρέπει να επιδεικνύουμε τον ανάλογο σεβασμό προς τα τυπικά μας.
Όμως, πώς είναι δυνατόν να σεβασθείς κάτι που δεν κατανοείς και ιδίως που δεν
θέλεις - να προσπαθήσεις - να το κατανοήσεις; Ίσως, είναι και αυτό ένα ακόμη
σημείο των καιρών, το οποίο εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα πολλών εξ ημών να
ζητούμε «ελευθέρως και αβιάστως» να εισέλθουμε σε έναν χώρο, τον οποίον το
πρώτο πράγμα που πράττουμε είναι όχι να τον γνωρίσουμε, να τον δεχθούμε ή να
τον απορρίψουμε με εντιμότητα και ήθος, αλλά να τον ευτελίσουμε, να τον
απαξιώσουμε, αποποιούμενοι τα μέσα που ο ίδιος ο χώρος μας δίδει για δικό μας
όφελος.
Στο σημείο αυτό
θα σιγήσω. Παραθέτω αντί πολλών τη ρήση του Ιωάννου Βασιλή: «...ουδείς εξ ημών
κατέχει την αλήθεια. Προσήλθαμε, λοιπόν, ενταύθα για να γνωρίσουμε - ίσως - μία
οδόν οδηγούσα προς αυτήν. Θα ήταν αυτόχρημα βεβήλωσις των κειμένων μας όταν δεν
είμεθα ικανοί να κατανοούμεν το το νόημα του περιεχομένου των, να τα
αλλοιώνωμεν και να τα νοθεύωμεν με τας υποκειμενικάς μας αντιλήψεις... Έργον
ευσυνειδησίας θα ήτο να σεβασθώμεν τα κείμενα των Τυπικών μας. Θα ήτο πράξις
εντιμότητος να ομολογήσωμεν την αδυναμίαν μας ότι δεν κατανοούμεν ταύτα και να
τα παραδώσωμεν αλώβητα εις τους μεταγενεστέρους μας».
Επίμετρο
Μακριά από εμάς ο
δογματισμός και η προσωπική αυθεντία που συνθλίβουν την ηθική και πνευματική
εξέλιξη του ανθρώπου. Με τον δρόμο της
Αγάπης που προβάλλει από το τεκτονικό Τυπικό και τη Γνώση του Φωτός, που
βρίσκεται μέσα μας, ο Τεκτονισμός δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι παρέχει κάποιον
κανόνα ατομικής και κοινωνικής ζωής. Μπορεί, απλώς, διά του Τυπικού του να
προσφέρει το «μυητικό κλειδί» που θα επιτρέψει την διάνοιξη της οδού προς την
εσωτερική ευτυχία, την αρμονική ισορροπία ανάμεσα στο εσωτερικό εγώ μας και
στον εξωτερικό κόσμο που μας περιβάλλει.
Ενδεικτική
Βιβλιογραφία:
Ανδριανόπουλου
Α., Τι είναι ο Τεκτονισμός, 1965.
Βασιλή Ι. , Διά
την Κατάρτισιν του Μαθητού Τέκτονος, Αθήναι 1977.
Γράβιγγερ Π .,
Βασικαί Τεκτονικαί Ομιλίαι, Ομιλία Τετάρτη – Περί Τυπικών Μυήσεως, Βιβλιοθήκη
της Σφιγγός, 1960.
Κόγιας Αλ. , Περί
τον Τεκτονισμόν, β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2003.
Λάσκαρη Ν., Εγκυκλοπαίδεια
της Ελευθέρας Τεκτονικής. 1951.
Μελισσαρόπουλου
Κ., Αποκρυφισμός και Μυστικισμός, 1988.
Ριζόπουλος Α. Χρ
., Ελληνικό Τεκτονικό Εγχειρίδιο, Εκδόσεις Τετρακτύς, 2005.
Τζαζόπουλου Αλ. ,
Η Μυσταγωγία του Τεκτονισμού – Μελετήματα επί των Τυπικών, Αθήναι, 1973.
Carr H. , Six Hundred Years of Craft Ritual, AQC 1960, 62.
Guenon R ., Aperçue sur l’initiation, Paris, Chacornac,
1945.
Gedalge A ., Dictionnaire Rhéa, 1921.
Leadbeater C.W., The Hidden Life in Freemasonry, 1926.
Mackey G.A., An Encyclopaedia of Freemasonry, 1947.
Naudon P., La Franc-maçonnerie, 1963.
Papus, L’ οccultisme,
1922.
Pike A., Morals and Dogma, 1936.
Ragon J.-M., De La Maçonnerie Occulte et de L’ Initiation
Hermétique, 1853.
Waite A.E., A New Encyclopaedia in Freemasonry, 1881.
Wirth O., L’
apprenti, 1962.