Σημ.Blog:Παραθέτουμε αντιτεκτονικό κείμενο που
αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα greekpress.gr
ως απόσπασμα του βιβλίου: «ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑΣ» - Δωδεκαθεϊσμός
-Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης - Ολυμπιακοί Αγώνες -ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ
ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 25-27 ΜΑΙΟΥ 2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004
Οι ειδωλολάτρες στρέφονται ανοικτά
εναντίον της Εκκλησίας από τα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ο κόσμος που
υποτίθεται πως αντιπροσωπεύουν είναι ο αρχαιοελληνικός και γι’ αυτό οι
επιθέσεις τους κατά της Ορθοδοξίας προκαλούν σοβαρή σύγχυση στην
αυτοσυνειδησία του Νέου Ελληνισμού. Αυτή την κατάσταση προσπαθεί απεγνωσμένα
να εκμεταλλευθεί και ο τεκτονισμός ύστερα από την εμφάνισή του στην καθ’ ημάς
Ανατολή, κάπου μέσα στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα[1]. Επενδύει στο κύρος του
αρχαιοελληνικού πολιτισμού και χρησιμοποιεί διάφορα στοιχεία της ειδωλολατρικής
θρησκείας για να καλύψει το θρησκευτικό του τυπικό[2]. Βέβαια πρέπει να
σημειωθεί ότι ο τεκτονισμός δεν εξετάζεται εδώ ως ένα σύνολο από απολύτως
πανομοιότυπες στοές. Οι στοές έχουν αναπτύξει κατά τους τρεις τελευταίους
αιώνες πολλές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, τόσο σε τελετουργικό όσο και σε
ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι υπάρχουν ομαδοποιήσεις στοών τόσο εθνικές, όσο και
διεθνείς. Άλλες από αυτές διακρίνονται από αρχαιοπληξία και υιοθετούν ξεκάθαρα
ειδωλολατρικές δοξασίες, ενώ άλλες χρησιμοποιούν μόνο σύμβολα και ονόματα της
αρχαιοελληνικής μυθολογίας.
Το πρώτο επίπεδο στο οποίο ο τεκτονισμός
υιοθετεί την ειδωλολατρία είναι αυτό των ονομάτων και των συμβόλων, τα οποία
χρησιμοποιούνται από όλες τις στοές. Η Αθηνά, ο Ορφέας, ο Απόλλωνας, ο Ερμής ο
Τρισμέγιστος, το ρόπαλο του Ηρακλή, ο Μίθρας, η Άρτεμις, η Δήμητρα, ο Διόνυσος,
η Περσεφόνη, η Ρέα, ο Άδωνις και άλλες αρχαίες θεότητες καθώς και σχετικά με
αυτές αντικείμενα χρησιμοποιούνται συχνά από τους μασόνους, οι οποίοι τους
αποδίδουν διάφορες μορφές λατρείας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η περίπτωση της
Αθηνάς, καθώς αποτελεί την θεότητα που περισσότερο έχει υιοθετήσει η
νεοελληνική συνείδηση. Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, κατά το όποιο
επανεμφανίζεται με κάποια συχνότητα σε βιβλία, σφραγίδες και ζωγραφικές
αναπαραστάσεις, συμπίπτει με την περίοδο εισόδου του τεκτονισμού στον ελληνικό
χώρο. Επιλέγεται από τους τέκτονες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την παραδοσιακή
αγάπη των Ελλήνων για τη γνώση, μιας και η κόρη του Δία συμβόλιζε τη σοφία. Ως
τέτοιο σύμβολο μπορεί να γίνει ευκολότερα και ευρύτερα αποδεκτό ανάμεσα στους
Ρωμηούς, από όσο θα γινόταν ο Διόνυσος, για παράδειγμα, το σύμβολο της
κραιπάλης. Έτσι, οι μασόνοι ευελπιστούν πως θα δημιουργήσουν μία εστία αποδοχής
και των δικών τους δοξασιών καθιστώντας την Αθηνά κεντρικό τους σύμβολο.
Ο τεκτονισμός κατά τους τρεις τελευταίους
αιώνες προσπάθησε να προωθήσει και εμμέσως την ειδωλολατρία απορρίπτοντας την
Π. Διαθήκη και εξυμνώντας τον Ιουλιανό. Η καταδίκη μάλιστα της Π. Διαθήκης από
τον 18ο αιώνα περνά και σε πολλούς μη τέκτονες, εμφορούμενους πάντως από την
αντίστοιχη αντεκκλησιαστική και δυτικόφερτη νοοτροπία. Είναι χαρακτηριστικό ότι
στις στοές της Κωνσταντινούπολης στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα γινόταν
αποδεκτός ο όρκος στην Καινή Διαθήκη, ενώ αποκλειόταν στην Παλαιά[7].
Ο στόχος αυτής της πρακτικής είναι διπλός:
πρώτον, εξασφαλίζει τον περιορισμό της αντίστασης της συνείδησης του
προσηλυτισμένου, αφού του επιτρέπεται επιφανειακά να διατηρήσει την πίστη του·
δεύτερον, προλειαίνει το έδαφος για την πλήρη απόσχιση του νεοεισελθόντος από
κάθε χριστιανική πρακτική η σκέψη μετανοίας, καθώς η Καινή Διαθήκη δεν
ερμηνεύεται ορθά χωρίς την Παλαιά, ενώ εύκολα μπορεί να σχετικοποιηθεί.
Συνήθως η αμφισβήτηση της Καινής εκκινεί από την Παλαιά, καθώς η εξαρχής μομφή
κατά της πρώτης είναι εξαιρετικά σπάνιο να γίνει αποδεκτή. Ο Βολταίρος θα γίνει
ο τέκτονας που περισσότερο από κάθε άλλον θα αμφισβητήσει το κύρος της Π.
Διαθήκης, πράγμα που τον κατέστησε τον γνωστότερο αντεκκλησιαστικό λόγιο στην
Ανατολή .
Από την άλλη πλευρά η θετική προβολή του
Ιουλιανού, ο οποίος χαρακτηρίζεται συνήθως ως υπερασπιστής της ελευθερίας της
σκέψεως και της αρχαίας σοφίας[10], αποσκοπεί στην ηρωοποίηση των ειδωλολατρών.
Η σθεναρή απόφαση των Ρωμηών να μην εγκαταλείψουν την πίστη τους στον Χριστό,
παρά τις προσπάθειες του εκτός τόπου και χρόνου αυτοκράτορα, παρουσιάζεται ως
δίωξη των θρησκευτικών πεποιθήσεων των τιμώντων τα είδωλα.
Η ενίσχυση της ειδωλολατρίας, που
επιδιώκεται με τις παραπάνω πρακτικές, δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Η έτσι κι αλλιώς
χαμένη αρχαία λατρεία στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρει καθ’ εαυτή τους
τέκτονες. Δεν επιδιώκουν πρωτίστως την επαναφορά της, καθώς βεβαίως δεν
γνωρίζουν πως ακριβώς επετελείτο, αλλά δείχνουν την προτίμησή τους στον
συγκρητισμό. Η ανάμειξη όλων των θρησκειών σε μία πανθρησκεία είναι η πλέον
συμφέρουσα λύση για τους τέκτονες, οι οποίοι εξασφαλίζουν με αυτό τον τρόπο
τόσο την αποκοπή των ανθρώπων από τον Θεό, όσο και την δική τους παγκόσμια
κυριαρχία. Αυτός που θα ελέγχει την πανθρησκεία, θα ελέγχει και τους οπαδούς
της δημιουργώντας μία νέα μορφή υπερεξουσίας τελείως ανεξέλεγκτη.
Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η παρουσία
στα τυπικά των τεκτόνων ονομάτων και συμβόλων που προέρχονται πέρα από την
αρχαιοελληνική ειδωλολατρία και από τον μωαμεθανισμό, τον βουδισμό, τον
ινδουισμό και βεβαίως τον ιουδαϊσμό. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως αρχικά
επιτρέπεται στους νεοεισελθόντες στη μασονία να διατηρούν και την προηγούμενή
τους θρησκευτική πίστη. Γι’ αυτό σε μία στοά δύναται να υπάρχουν «χριστιανοί»
τέκτονες, μουσουλμάνοι τέκτονες, εβραίοι τέκτονες[12]. Στην αρχή τουλάχιστον
επιδιώκουν τη συμπόρευση της χριστιανικής πίστης με τη μασονία, σκοπεύοντας να
επηρεάσουν αρχικά στα μικρά και αργότερα στα σπουδαιότερα τους Ρωμηούς
καθιστώντας τους τελείως αθέους και οπαδούς της αθεϊστικής πανθρησκείας.
Τα παραπάνω πετυχαίνει η μασονία με δύο
κυρίως μέσα. Κατά πρώτον εκμεταλλεύεται την παραδοσιακή αγάπη των Ρωμηών για
την κλασική παιδεία. Αυτοπαρουσιάζεται λοιπόν ως φορέας της και ελκύει πολλούς
τοιουτοτρόπως. Κατά δεύτερον προβάλλει το ζήτημα της συνέχειας του Ελληνισμού,
με έντεχνο τρόπο, ώστε οι όποιες αποκλίσεις προς τον ειδωλολατρικό κόσμο να
λαμβάνουν το πρόσχημα της απόδειξης της συνέχειας. Κάποιοι μάλιστα μασόνοι
διακηρύττουν πως ο Ελληνισμός ξέπεσε μετά τον εκχριστιανισμό του και πως θα
ακμάσει εκ νέου, αν επιστρέφει στα είδωλα. Υιοθετούν, δηλαδή, πλήρως τη
διαφωτιστική θέση αναφορικά με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και την
παρουσιάζουν ως την πεμπτουσία του Ελληνισμού. Είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα
καταφάσκουν τις ανιστόρητες απόψεις του Γίββωνα και προσπαθούν να
αποδιοργανώσουν τη Ρωμηοσύνη επαναφέροντας ένα πρόβλημα λυμένο από τον 4ο
τουλάχιστον μ.Χ. αιώνα, με αποτέλεσμα να εξυπηρετούνται άρτια τα συμφέροντα των
Ευρωπαίων στην Ελλάδα, οι οποίοι επιδιώκουν να επικρατεί ιδεολογική σύγχυση.
Η αρχαιολατρία ευρύτερα και η
νεοειδωλολατρία ειδικότερα είναι γεννήματα του κλασικισμού, τον οποίο επέβαλε ο
διαφωτισμός. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο τεκτονισμός αδιαμφισβήτητα προώθησε τις
ιδέες των διαφωτιστών όχι μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι οι περισσότεροι
υπήρξαν μασόνοι, αλλά επειδή εξυπηρετούσαν στην προσπάθεια δημιουργίας μίας
παγανιστικής νοοτροπίας[16]. Η ειδωλολατρία που προέβαλλε ο ευρωπαϊκός
διαφωτισμός αποτελούσε τμήμα της προσπάθειας του να ισοπεδώσει την παπική
οργάνωση της κοινωνίας που επικρατούσε μέχρι τον 18ο αιώνα στη Δύση. Σε
πνευματικό άλλωστε επίπεδο η παπική αντιχριστιανικότητα είχε προετοιμάσει το
έδαφος για τη διαφωτιστική. Η χρήση του χριστιανισμού για την επιβολή της
παπικής εξουσίας προκάλεσε την τόσο σφοδρή επίθεση εναντίον του από την πλευρά
των Διαφωτιστών. Δυστυχώς το πρόβλημα μεταφυτεύτηκε στην Ανατολή, όπου η
Εκκλησία δεν είχε υιοθετήσει την αθεΐα και δεν είχε χρησιμοποιήσει την πίστη
για να κυριαρχήσει πολιτικά. Έτσι ο νεοπαγανισμός προβλήθηκε ως υποκατάστατο
της εν Χριστώ ζωής με τραγικές συνέπειες για όσους τον ακολούθησαν. Η εμφάνισή
του δηλαδή ανάμεσα στους Ρωμηούς ούτε κάποια πνευματική ανάγκη εξυπηρετούσε,
ούτε κάποια συνέχεια της αρχαίας ειδωλολατρίας αποτελούσε.
Από τον 18ο αιώνα, που ιδρύονται οι πρώτες
τεκτονικές στοές και συντελούν στην εξάπλωση της ειδωλολατρίας, η Εκκλησία
αμύνεται σθεναρά απέναντί τους. Σε αυτόν τον αγώνα μαζί με το Πατριαρχείο
πρωτοστατεί και το Άγιον Όρος. Ιδίως οι Κολλυβάδες πατέρες με προεξάρχοντα τον
άγιο Αθανάσιο τον Πάριο θα αντιταχθούν στην αρχαιολατρία αλλά και τον αθεϊσμό,
που εισάγονται κατά τον 18ο αιώνα από την Ευρώπη. Λιγότερο γνωστός, αλλά σθεναρός
πολέμιος των ίδιων ιδεών, υπήρξε ο συγγραφέας του παλαιότερου εκτενούς
αναιρετικού της μασονίας έργου, ο επίσης αγιορείτης μοναχός Αγάπιος Κολυβάς
Παπαντωνάτος.
Ο ίδιος φαίνεται πως είχε γνωρίσει
τέκτονες στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα είχε έρθει σε διαλογική
αντιπαράθεση με κάποιον από αυτούς. Έτσι, είχε κατανοήσει από τα 1782
τουλάχιστον, που για τους Ρωμηούς ο τεκτονισμός ήταν ελάχιστα γνωστός, πως
πρόκειται για κάτι πολύ χειρότερο από την αρχαία ειδωλολατρία. Παρότι
επισημαίνει τη χρήση ειδωλολατρικών πρακτικών από τους μασόνους, εντούτοις
διακρίνει πως ο τεκτονισμός δεν ενδιαφέρεται για την αναβίωση της αρχαίας
θρησκείας, αλλά για την επιβολή του συγκρητισμού.
Θεωρεί λοιπόν χρέος κάθε ορθοδόξου
κληρικού να εφιστά την προσοχή των Χριστιανών στο γεγονός ότι η μασονία οδηγεί
τον άνθρωπο στην απώλεια και πως κανένας συμβιβασμός δεν υπάρχει ανάμεσα στην
χριστιανική πίστη και τις τεκτονικές δοξασίες. Για να καταπολεμηθεί μάλιστα ο
προσηλυτισμός που ασκούν οι μασόνοι, αναλύει με τρόπο εναργή τη μέθοδο που
ακολουθούν, για να προσελκύσουν νέα μέλη.
Ο τεκτονισμός εργάζεται με στόχο την
ψυχολογική εξουθένωση των προσηλυτιζομένων, ώστε να καταστούν πειθήνια όργανα
των ηγετικών στελεχών του. Κάθε νέος μασόνος ορκίζεται ότι δεν πρόκειται να
αποχωρήσει και να φανερώσει τα μυστικά της μασονίας. Δέχεται μάλιστα ευθέως την
απειλή, πως αν θελήσει να αποσκιρτήσει, θα τιμωρηθεί με θάνατο. Οι νέοι
τέκτονες παρακολουθούνται από ειδικές ομάδες που συστήνουν οι στοές και αν
δείξουν σημεία μεταμέλειας ειδοποιούνται οι πρόεδροι των στοών, που
αποφασίζουν για την τύχη των μεταμελημένων τεκτόνων. Στενότερα από όλους
παρακολουθούνται οι χριστιανοί που γίνονται μασόνοι, καθώς αυτοί είναι
πιθανότερο να μετανοήσουν και να σωθούν, ενώ οι προερχόμενοι από τις διάφορες
θρησκείες ακόμη και αν επιστρέψουν στην προηγούμενη πίστη τους απλώς πέφτουν
από τη μία πλάνη στην άλλη. Σε αυτό το σημείο πιστεύει ο Αγάπιος πως πρέπει να
πέσει το βάρος της ποιμαντικής μέριμνας για τους προσηλυτισθέντες από τη
μασονία, στην διαρκή δηλαδή υπόμνηση ότι και την δική τους επιστροφή περιμένει
ο Κύριος. Αυτό βέβαια οι μασόνοι προσπαθούν να το λησμονήσουν, χρησιμοποιώντας
ανάμεσα στα άλλα την πρακτική του εκφοβισμού των κατωτέρων κυρίως μελών τους
και την πώρωση της συνειδήσεώς τους με τη συνεχή και οικειοθελή εντρύφηση στην
αμαρτία χωρίς καμία σκέψη μετανοίας. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται και τα
ειδωλολατρικού τύπου συμπόσια που διοργανώνουν.
Ο Αγάπιος ανασκευάζει και τη θέση των
μασόνων πως για να είναι κανείς Έλληνας πρέπει να είναι ειδωλολάτρης,
τοποθετώντας τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στη σωστή της διάσταση και
καταδεικνύοντας ότι οι μόνοι που μπορούν να διεκδικούν το αρχαιοελληνικό παρελθόν
ως δικό τους είναι οι Ρωμηοί του 18ου αιώνα. Γράφει σχετικά:
«Και να σοβαρεύεσθε εις το εναργέστατον
αυτόν ψεύδος της, αλλά μάλλον να κλαίετε εις την ενεστώσαν των ψυχών σας
απώλειαν, διατί αν δεν διορθωθήτε εσείς θέλετε χαθή το ογληγορότερον. Το οποίον
εσυνέβη και εις το πρώην ελληνικόν γένος ημών των ορθοδόξων το πρότερον,
επειδή αν καλά και η μεγάλη του Θεού αγαθότης έσωσεν ημάς τους ορθοδόξους την
σήμερον, διατί ως προείπον, επιστεύσαμεν του ανάρχου Υιού του την ένσαρκον και
ψυχοφελεστάτην οικονομίαν και εβαπτίσθημεν εις το τρισυπόστατον της μιας
θεότητος και μας εκδέχονται τα υπερκόσμια αγαθά της υπερθέου και
παντοκρατορικής του μεγαλειότητος, από εκεί οπού ήμεθα παιδιά αυτών των Ελλήνων
το πρότερον. Όμως οι πρόγονοί μας αυτοί διατί δεν επίστευαν τότε εις αυτόν κατά
των αποστόλων το θεόπνευστον κήρυγμα, ως ημείς την σήμερον, εκολάσθησαν και
δεν ωφελήθησαν παντελώς από των απογόνων τους ημών την θεοφιλή διόρθωσιν».
Κύριο εκπρόσωπο της μασονίας και
πραγματικό πνευματικό ταγό των Ελλήνων μασόνων θεωρεί τον Βολταίρο. Σε εποχή
που το όνομά του δεν είναι ακόμη ευρέως γνωστό στην Ανατολή, συνιστά να μην
διαβάζονται τα έργα του, καθώς είναι ψυχοβλαβή και οδηγούν στην υιοθέτηση των
τεκτονικών δοξασιών. Σε αυτό το σημείο ταυτίζεται απόλυτα με τον άγιο Αθανάσιο
τον Πάριο, ο οποίος σε πολλά έργα του επισημαίνει την επικινδυνότητα των
βολταιρικών κειμένων και αποτρέπει ειδικά τους νέους από την ανάγνωσή τους.
Ο Πάριος δεν αναφέρεται αναλυτικά στη
μασονία, αλλά αντικρούει τα δύο αντιχριστιανικά πνευματικά ρεύματα που αυτή
προωθεί: την ειδωλολατρία και τον διαφωτιστικό αθεϊσμό. Γράφει μάλιστα πως
αποτελούν αναβιώσεις το πρώτο του Ελληνισμού και το δεύτερο του Ιουδαϊσμού,
που διώκουν την Εκκλησία από τα αποστολικά χρόνια. Γι’ αυτό και φτάνει στο
σημείο να μέμφεται και στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που δεν είναι
άμεσα ειδωλολατρικά, θεωρώντας ότι ο κίνδυνος είναι τόσο μεγάλος για την
αυτοσυνειδησία των Ρωμηών, ώστε να δικαιολογεί και κάποια ευρύτερη καταδίκη
του κλασικού παρελθόντος. Ο ειδωλολατρικός κόσμος είναι τόσο επικίνδυνος
πνευματικά, ώστε και οι Ευρωπαίοι από τη μελέτη των αρχαίων οδηγούνται στην
αθεΐα. Με αυτή του τη στάση προκρίνει τη διατήρηση του ουσιαστικού -της
ορθόδοξης πίστης- έναντι του δευτερεύοντος -της σχέσης με το ειδωλολατρικό παρελθόν.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει μία απόρριψη του δεύτερου, καθώς ο άγιος είναι
δάσκαλος του αρχαιοελληνικού λόγου και εκδότης έργων της αρχαίας γραμματείας.
Αντίθετα, τον διαφωτιστικά αθεϊσμό που εισάγεται από την Ευρώπη τον απορρίπτει
απόλυτα, επειδή και παντελώς άσχετος με την ιστορική συνέχεια της Ρωμηοσύνης
είναι και τελείως βλαπτικός ως προς την πίστη.
Ο άγιος Αθανάσιος, παρά το γεγονός ότι
στηλιτεύει τα αντιχριστιανικά ρεύματα της εποχής του και προτρέπει και άλλους
να πράξουν ομοίως, δεν λησμονεί να υπομνήσει ότι τελικώς όλα εξαρτώνται από
τους Χριστιανούς. Στο βαθμό που είναι πραγματικά ζώντα μέλη της Εκκλησίας και
αγωνίζονται τον αγώνα της σωτηρίας δεν έχουν να φοβούνται κανενός είδους αθεΐα.
Όταν οι Ρωμηοί είναι στέρεοι στην πίστη τους, αποκλείεται η εξάπλωση είτε της
ειδωλολατρίας είτε οποιοσδήποτε άλλης αντιχριστιανικής διδασκαλίας. Αν όμως οι
Χριστιανοί αμελούν τα πνευματικά και αρχίζουν να ασχολούνται με αυτές τις
διδαχές ή παραμένουν τυπικά χριστιανοί από λόγους συμφέροντος[32], προκύπτουν
πραγματικά τεράστια προβλήματα[33].
Η εκκλησιαστική αντίδραση στον τεκτονισμό
συνεχίζεται αμείωτη κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Σημαντικοί κληρικοί και
λαϊκοί κήρυκες συνεχίζουν να καταπολεμούν αυτό το πρόβλημα αναπαράγοντας τις
θέσεις κυρίως του Αγαπίου και του Παρίου. Διαφορετικά κάπως επιχειρήματα
διατυπώνει ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος-Ιακωβάτος, ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως και
διευθυντής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Στη δική του αντιμασονική συγγραφή
οι αναφορές στην ειδωλολατρία και τις συναφείς πρακτικές των τεκτόνων είναι
περιορισμένες. Αυτό πρέπει να οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: πρώτον, στο
γεγονός ότι οι στοές που είχε υπόψη του πρέπει να ήταν από αυτές που
χρησιμοποιούσαν τα ειδωλολατρικά σύμβολα περιστασιακά και δεν απέδιδαν άμεσα
λατρεία στα είδωλα. δεύτερον, λόγω της εποχής και της θέσης του. Στον 19ο
αιώνα, που η αρχαιομανία είναι το ισχυρότερο ίσως ρεύμα στο πνευματικό
προσκήνιο του ελληνικού κράτους, θα ήταν πολύ δύσκολο κανείς να μιλήσει
εναντίον του αρχαίου κόσμου, ιδίως αν βρισκόταν στη θέση του Τυπάλδου. Επίσης,
γι’ αυτό το λόγο και το αντιρρητικό έργο του παρουσιάζει και μία άλλη διαφορά
από τα προηγούμενα και τα σύγχρονά του: είναι περισσότερο «ακαδημαϊκό».
Αντικρούονται οι απόψεις των τεκτόνων με συνεχείς παραπομπές στην Αγία Γραφή
και τους Πατέρες, ενώ το ποιμαντικό πρόβλημα της επιστροφής των εισελθόντων
στον τεκτονισμό περνά σε δεύτερη μοίρα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο
δοξασίες των μασόνων που σημειώνει και οι όποιες σπερματικά τουλάχιστον
ενυπάρχουν στην ειδωλολατρική σκέψη. Πρόκειται για την μετεμψύχωση και την
κοινή χρήση των γυναικών. Η πρώτη συνδέεται με τη θεωρητική άρνηση της σωτηρίας
του ανθρώπου και της θεώσεως, ενώ η δεύτερη οδηγεί αναπόδραστα στην
ειδωλολατρική ακολασία και τα οργιαστικά συμπόσια.
Το σημείο στο οποίο ο Τυπάλδος προωθεί ένα
βήμα παραπάνω τις θέσεις του Αγαπίου είναι η διαπίστωση του
νεοεποχίτικου-συγκρητιστικού χαρακτήρα του τεκτονισμού· τον χαρακτηρίζει
λατρεία του Αντιχρίστου. Η θέση του αυτή είναι ξεκάθαρη και κυριολεκτική. Καθίσταται
με αυτό τον τρόπο ο πρώτος που ανοικτά συμπεραίνει πως στο βάθος η μασονία
είναι σατανολατρία.
Παρόλα αυτά η ειδωλολατρία εμφανίζεται
ιδιαίτερα ενισχυμένη στα χρόνια του Τυπάλδου. Το κύριο αίτιο για αυτήν την
ισχυροποίηση της αρχαιολατρίας στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση ήταν σαφώς η
Βαυαροκρατία και η αποδοχή από πλευράς του κράτους της αρχαιότητας ως της πλέον
καταξιωμένης περιόδου της ελληνικής ιστορίας. Αυτό είχε ως συνέπεια η
αρχαιοελληνική γραμμή να κυριαρχήσει παντού. στην ποίηση, στην ζωγραφική και
προπαντός στην αρχιτεκτονική. Ο κλασικισμός από τη μία και η προσπάθεια του
άκρατου εκδυτικισμού, που θα επιχειρηθεί στα χρόνια του Όθωνα, θα αποτελέσουν
τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί η περαιτέρω διάδοση της μασονίας. Σε ένα
δυτικού τύπου κράτος η ύπαρξη τέτοιων μυστικών εταιρειών ήταν όχι μόνο
επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη, αφού με βάση τα δυτικά κριτήρια σήμαινε την
πρόοδό του.
Το άρθρο που διαβάσατε είναι απόσπασμα
χωρίς τις παραπομπές και υπάρχει στο εκπληκτικό βιβλίο:
«ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑΣ»
Δωδεκαθεϊσμός -Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης
- Ολυμπιακοί Αγώνες
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 25-27 ΜΑΙΟΥ 2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004