Ήταν ο Ράντλ, ο σταθμάρχης,
Και ο Μπέζλεϊ που δούλευε στα τρένα,
Και ο Χάκμαν από την επιμελητεία,
Και ο Ντόνκιν από τις φυλακές,
Και ο Μπλέϊκ ο εκπαιδευτής λοχίας,
Που δυο φορές ήταν Σεβάσμιός μας,
Μαζί με αυτόν που είχε το μαγαζί με τα ευρωπαϊκά είδη,
Τον γέρο - Φράμτζι Εντάλτζι.
Και ο Μπέζλεϊ που δούλευε στα τρένα,
Και ο Χάκμαν από την επιμελητεία,
Και ο Ντόνκιν από τις φυλακές,
Και ο Μπλέϊκ ο εκπαιδευτής λοχίας,
Που δυο φορές ήταν Σεβάσμιός μας,
Μαζί με αυτόν που είχε το μαγαζί με τα ευρωπαϊκά είδη,
Τον γέρο - Φράμτζι Εντάλτζι.
Έξω «Λοχία» «Κύριε» «Χαίρεται» «Σαλαάμ»
Μέσα «Αδελφέ», και αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν μας.
Συναντιόμασταν στη Στάθμη και χωρίζαμε στο Γνώμονα
Και εγώ ήμουν ο δεύτερος Διάκονος στη μητρική μου τη Στοά εκεί κάτω!
Είχαμε και τον Μπόλα Ναθ τον Λογιστή,
Και τον Σαούλ, τον Εβραίο από το Άντεν,
Και τον Ντιν Μοχάμεντ, τον σχεδιαστή,
Από την τοπογραφική υπηρεσία.
Ήταν ο Μπάμπου Τσακερμπάτυ,
Και ο Αμίρ Σίνγκ, ο σιχ,
Και ο Κάστρο από το γραφείο επισκευών
που ήταν καθολικός!
Δεν είχαμε ωραία περιζώματα,
Και ο Ναός μας ήταν παλιός και απέριττος,
Γνωρίζαμε όμως τα Αρχαία Οροθέσια,
Και τα τηρούσαμε κατά γράμμα.
Και σκεπτόμενος όλα αυτά εκ των υστέρων
Μου κάνει εντύπωση τούτο,
Που δεν υπήρχε ούτε ένας βέβηλος εκεί,
Εκτός ίσως από εμάς τους ίδιους.
Κάθε μήνα, μετά τις εργασίες
Καθόμασταν όλοι και καπνίζαμε,
(Δεν συνηθίζαμε να κάνουμε δείπνα
Από τον φόβο ούτε έναν αδελφό να δυσκολέψουμε αν δεν είχε τα μέσα)
Και λέγαμε, ο ένας μετά τον άλλον,
για Θρησκεία και για άλλα,
Και καθένας μας μιλούσε,
Για τον Θεό αυτόν που ήξερε καλύτερα.
Ένας μετά τον άλλον παίρναμε τον λόγο,
Κι ούτε ένας αδελφός δεν βιάζονταν να φύγει,
Μέχρι που η αυγή ξυπνούσε τους παπαγάλους
Και το άλλο το καταραμένο το πουλί, τον κούκο που μοιάζει με γεράκι
Μιλούσαμε για όλα αυτά που μας εξήπταν την περιέργεια,
Και πηγαίναμε στα σπίτια μας να κοιμηθούμε,
Με τον Μωάμεθ, τον Θεό, τον Σίβα
Να αλλάζουν βάρδιες μέσ’ στα κεφάλια μας.
Συχνά, δουλεύοντας για την Κυβέρνηση
Περαστικά βήματα πατούσαν τα σκαλιά μας,
Και μας μετέφεραν χαιρετισμούς αδελφικούς
Από Στοές Ανατολής και Δύσης,
Σύμφωνα με εντολές που έλαβαν
Από το Κοχάτ ως τη Σιγκαπούρη.
Πόσο θα ήθελα να τους ξαναδώ αυτούς
Μια φορά ακόμα στη μητρική μου τη Στοά.
Θα ήθελα να τους ξανάβλεπα,
Τους Αδελφούς μου, μαύρους και μελαμψούς,
Μέσα στην ευχάριστη μυρωδιά των φτηνών πούρων
Με το τσακμάκι να περνά από χέρι σε χέρι
Με τον γέρο υπηρέτη να ροχαλίζει κάτω στην αποθήκη,Να τους ξανάβλεπα σαν τέκτων διδάσκαλος που εκπλήρωσα τις υποχρεώσεις μου όλες
Στη μητρική μου τη Στοά για μια φορά ακόμα.
Έξω «Λοχία» «Κύριε» «Χαίρεται» «Σαλαάμ»
Μέσα «Αδελφέ», και αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν μας.
Συναντιόμασταν στη Στάθμη και χωρίζαμε στο Γνώμονα,
Και εγώ ήμουν ο δεύτερος Διάκονος στη μητρική μου τη Στοά εκεί κάτω!
(απόδοση Λέανδρος K. Λεφάκης)
Πηγή: http://leandroslk.blogspot.com/