(Σημ. Blog: Ο Αλέξανδρος Πραϊδης υπήρξε Τέκτονας μυηθείς
υπό του Γαριβάλδη. Για το λόγο αυτό μετά τον θάνατό του ιδρύθηκε Στοά με το
όνομά του. Τέκτονας, αγωνιστής του 1821, υπήρξε και ο πατέρας του Γεώργιος
Παρίδης, ιδρυτής της Σ.Σ. Σκουφάς.
Το αγαλμά του βρίσκεται στο Πεδίο του Άρεως
δίπλα από αυτό του Υψηλάντη.
Ευχαριστούμε τον Ιστόρικό- Ερευνητή του
Ελληνικού Τεκτονισμού, κο Α. Παπαναστασόπουλο για τις πληροφορίες.)
Στρατιωτικός. Γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1834 στη Σύρο*. Ήταν γιος του Μακεδόνα στην
καταγωγή Γεωργίου Πραΐδη, αγωνιστή της Επανάστασης του 1821. Το καλοκαίρι του
1852 τελείωσε – μεταξύ των αρίστων μαθητών της τάξης του – το «Γυμνάσιο των
Αθηνών». Η αγάπη του για το στρατό και η επιθυμία του να γίνει αξιωματικός ήταν
τόση ώστε παρά τις δυσκολίες και τις συνεχείς αιτήσεις του πατέρα του το 1852
και 1853 προς τον υπουργό των Στρατιωτικών για την εισαγωγή του στη Σχολή
Ευελπίδων, αποδεχόμενος να καταβάλλει το ½ των διδάκτρων, δεν τον απέτρεψαν από
το στόχο του. Τελικά, με το από 12 Ιανουαρίου του 1854 βασιλικό διάταγμα του
Όθωνα «κατατάσσεται εις την
Στρατιωτικήν Σχολήν Ευελπίδων ».
Στις 10 Νοεμβρίου του 1857, μετά τετραετή φοίτηση, εξήλθε πρώτος με τον
βαθμό του Ανθυπασπιστή Μηχανικού και τοποθετήθηκε σε μια από τις 10 Στρατιωτικές
Διευθύνσεις Μηχανικού που λειτουργούσαν στις πρωτεύουσες των νομών και
ασχολούνταν με δημόσια και στρατιωτικά έργα. Στις 10 Αυγούστου 1859 μετατάχθηκε
στο πυροβολικό και τοποθετήθηκε στη μοναδική τότε Μοίρα Πυροβολικού. Τον
Δεκέμβριο του 1859 έγινε Ανθυπολοχαγός και στις 10 Σεπτεμβρίου 1860 διορίστηκε
ως καθηγητής της τοπογραφίας και των καταμετρήσεων, στην Σχολή Ευελπίδων.
Την 1η Σεπτεμβρίου
του 1861 πήρε φύλλο πορείας για το Ναύπλιο και ανέλαβε Υπασπιστής του Οπλοστασίου. Την 1η
Φεβρουαρίου του 1862 εκδηλώθηκε η Ναυπλιακή Επανάσταση από την φρουρά της πόλης και η οποία
κατέληξε σε αιματηρή σύγκρουση μεταξύ των βασιλικών στρατευμάτων του στρατηγού Χαν και των επαναστατών πολιτικών και
στρατιωτικών, με σκοπό την «κατάπτωσιν
του ισχύοντος κυβερνητικού συστήματος».
Ο Αλέξανδρος Πραΐδης, εμφορούμενος από αντιδυναστικές ιδέες και υπηρετώντας
στο Οπλοστάσιο, υπήρξε πρωτεργάτης της αντιοθωνικής κίνησης και στενός
συνεργάτης του αρχηγού της επανάστασης Αρτέμη Μίχου.
Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες και τραυματίστηκε δυο φορές.
«Στην πολιορκία του Μύλου
Ταμπακόπουλου από τα βασιλικά στρατεύματα, οι υπερασπιστές του εξακολουθούν να
αμύνονται και μετά την απώλεια της Άρειας. Ύστερα όμως από τον τραυματισμό του
διοικητή τους Αλέξανδρου Πραΐδη και μπροστά στον κίνδυνο να περικυκλωθούν,
αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη θέση. Υποχωρώντας τακτικά προς το Ναύπλιο
προσβάλλονται από νέα τμήματα κυβερνητικών. Μερικοί από αυτούς αιχμαλωτίζονται.
Οι περισσότεροι, φέρνοντας στα χέρια τον τραυματισμένο Πραΐδη, ρίχνονται στη
θάλασσα και κατορθώνουν να φτάσουν το μεσημέρι στην πόλη, ενώ οι βασιλικοί
πυρπολούν τον Μύλο». ( Αναστ. Γούναρης. Η Ναυπλιακή
Επανάσταση/ 1 Φεβρουαρίου-8 Απριλίου 1862)
Μετά την επικράτηση των Οθωνικών, κάποιοι εκ των επαναστατών πήραν
αμνηστία, όχι όμως και ο Πραΐδης, ο οποίος επέλεξε τον δρόμο της αυτοεξορίας, μαζί με άλλους
πρωτεργάτες της επανάστασης που κι αυτοί είχαν εξαιρεθεί. Στις 8 Απριλίου 1862,
ημέρα Κυριακή του Πάσχα, επιβιβάστηκε σε ένα από τα δύο ξένα πλοία – που
είχαν σταλεί γι’ αυτό τον σκοπό – και έφτασε στην Σμύρνη, όπου και παρέμεινε
μέχρι την έξωση του Όθωνα, την 12η
του Οκτώβρη 1962. Λίγες μέρες αργότερα επαναπατρίστηκε και επανήλθε στο
στράτευμα. Με διαταγή του Υπουργού των Στρατιωτικών, τοποθετήθηκε Διοικητής του
4ου Λόχου του Τάγματος
Πυροβολικού. Αργότερα διετέλεσε διοικητής της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγος» μέχρι
τη διάλυσή της το 1864.
Στις 14 Ιουνίου 1866 ανέλαβε καθήκοντα Υπασπιστή του Υπουργού Στρατιωτικών. Μετά όμως από μικρό διάστημα,
στις 21 Αυγούστου, ξέσπασε η Κρητική επανάσταση από τον Κρητικό λαό που
ποτέ δεν είχε αποδεχτεί την υποδούλωση και την κατοχή του νησιού από τους
Βενετούς και τους Τούρκους και κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα.
Ο Πραΐδης, πάντα δραστήριος και αγωνιστής, έμαθε ότι ο αδελφός του
Υπουργού Στρατιωτικών, ταγματάρχης του Γενικού επιτελείου Ιωάννης Ζυμβρακάκης ετοιμαζόταν να
κατέβει στην Κρήτη για να λάβει μέρος στον αγώνα, ζήτησε από τον Υπουργό Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη την άδεια να ενταχθεί κι αυτός στο Σώμα
εθελοντών του αδελφού του. Ο Υπουργός έκανε αποδεκτό το αίτημά του. Το εθελοντικό Σώμα, αποτελούμενο από 275
αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, επιστήμονες και φοιτητές, αναχώρησε στα τέλη
Σεπτεμβρίου 1866 με το ατμόπλοιο «Πανελλήνιον» και με Κυβερνήτη τον Ν. Σαχτούρη
και έφτασε στην περιοχή των Σφακίων το πρωί της 1ης
Οκτωβρίου.
Στις δυτικές επαρχίες της Κρήτης που είχαν επαναστατήσει, ο γενικός
αρχηγός των Τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων Μουσταφά πασάς, επικεφαλής 45.000 ανδρών, είχε αρχίσει τις
επιχειρήσεις κατά του Σελίνου, των χωριών της Κυδωνίας και της επαρχίας
Αποκορώνου. Έκαψε και λεηλάτησε 90 περίπου χωριά. Ο Ταγματάρχης Ζυμβρακάκης,
που βρισκόταν στο Λουτρό Σφακίων, μόλις έμαθε ότι ο Μουσταφά πασάς μπήκε στην
επαρχία Αποκορώνου, μετακινήθηκε αμέσως με το Σώμα των εθελοντών του για να
συναντήσει τα Κρητικά Σώματα, στο Βαφέ, όπου το βράδυ της 3ης
Οκτωβρίου βρήκε 280 άνδρες με 4 αρχηγούς.
Στις 8 το πρωί της 12ης
Οκτωβρίου ο Μουσταφά πασάς, μετά την κατάληψη του χωριού Βάμος και της Μονής
καρύδι, άρχισε να προελαύνει κατά των εθελοντών, οι οποίοι κατείχαν τις μεταξύ
Μποσνέρου και Αλικάμπου θέσεις. Η υπεροχή του εχθρού ήταν συντριπτική. Σε
σύσκεψη που έγινε στο στρατόπεδο των Ελλήνων, οι μεν εθελοντές του Ζυμβρακάκη
επέμεναν να δοθεί η μάχη μέχρις εσχάτων στο Βαφέ, οι δε Κρητικοί καπετάνιοι πρότειναν να αποσυρθούν όλοι και
να αμυνθούν στα νότια υψώματα του Βαφέ.
Αν και η γνώμη των Κρητών ήταν ορθή, επικράτησε η γνώμη των πρώτων, με
την οποία συμφώνησε και ο Ζυμβρακάκης και τα τμήματα κατέλαβαν τις θέσεις τους,
χωρίς να κρατήσουν εφεδρείες, λόγω του μικρού αριθμού των μαχητών.
Όταν τα στρατεύματα του Μουσταφά πασά έφτασαν, επακολούθησε μια άγρια
φονική μάχη, η οποία κατέληξε σε νίκη των Τουρκοαιγυπτίων. Ο Υπολοχαγός
Πραΐδης, επικεφαλής ενός τμήματος εθελοντών, υπερασπιζόταν τους αριστερά από το
Βαφέ λοφίσκους μαζί με απόσπασμα Κρητικών υπό τον οπλαρχηγό Κριάρη. Μαχόμενος
γενναία αφού απέκρουσε έξι αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις και μη δεχόμενος να
υποχωρήσει, έπεσε ηρωικά. Μαζί
του σκοτώθηκαν άλλοι 16 εθελοντές. Κανείς δεν γνωρίζει πού, πότε και από ποιους
θάφτηκε.
Ο Αλέξανδρος Πραΐδης, ο παρά
πάντων αγαπώμενος και θαυμαζόμενος νέος, με το παράδειγμά του,
έδειξε ότι είναι υπέρτατη τιμή να
πεθαίνεις για την Πατρίδα.
Υποσημείωση
* Το Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Ερευνών (Πανδέκτης) αναφέρει ότι γεννήθηκε στην Αθήνα ενώ,
το Εθνικόν Ημερολόγιον Βρετού του 1868, στο Ναύπλιο.
Πηγές
Νικόλαος Φωτιάδης Αντιστράτηγος ε.α., «Ο θάνατος του Μακεδόνα Υπολοχαγού Αλέξανδρου Πραΐδη κατά την μάχη στο
Βαφέ Κρήτης», περιοδικό «Τολμών», Τριμηνιαία έκδοση της Πανελλήνιας
Ομοσπονδίας Ειδικών Δυνάμεων, τεύχος 8, 2003.
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η
Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου,
Αθήνα, ²2010.