ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Βαρόνος Φον Κνίγκε


Βαρόνος Φον Κνίγκε (Adolph Franz Friedrich Ludwig Knigge, Bredenbeck, 16 Οκτωβρίου 1752 – Bremen, 6 Μαϊου 1796).
Γερμανός βαρόνος (στα γερμανικά «freiherr»), ταλαντούχος συγγραφέας και ποιητής, ορθολογιστής, ελευθεροτέκτονας και στέλεχος των «Πεφωτισμένων» («Ιλλουμινάτι»).
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στο Μπρέντενμπεκ (Bredenbeck) του Αννόβερου από οικογένεια ευγενών, σπούδασε νομικά στο Γκαίτινγκεν (Göttingen) από το 1769 έως το 1772, έγινε αυλικός στην Έσση - Κάσελ και το 1777 τοποθετήθηκε «Αρχιθαλαμηπόλος» («Kammerherr») στην Αυλή της Βεϊμάρης (Weimar). Λίγο πριν την λήψη του πτυχίου του, σε ηλικία μόλις 20 ετών, μυήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1772 στον Ελευθεροτεκτονισμό της «Αυστηρής Τήρησης» («Strikte Observanz») στην στοά του «Εστεμμένου Λέοντος» του Κάσελ (Kassel) και λίγο αργότερα σχετίστηκε για κάποιον καιρό με τον καθηγητή του Μαρβούργου (Marburg) Σραίντερ (Friedrich Joseph Wilhelm Schröder, 1733 - 1778), ο οποίος τον έβαλε στον χώρο του αποκρυφισμού, του Ροδοσταυρισμού και της αλχημείας. Τα επόμενα χρόνια πάντως, απηυδισμένος από την απολυταρχία που συναντούσε παντού, υιοθέτησε ριζοσπαστικές φιλελεύθερες απόψεις, απαρνήθηκε τον βαρονικό τίτλο του («freiherr») και τον αντικατέστησε με το ευφυολόγημα «der freie Herr Knigge» («ο ελεύθερος κύριος Κνίγκε»).
ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΣΤΟΥΣ «ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΥΣ»
Πιστεύοντας ότι το ανθρώπινο είδος έχει μέσω της Λογικής την ικανότητα να αυτοκυβερνάται, ο μόλις 27χρονος Αδάμ Βαϊσχάουπτ (Adam Weishaupt, 1748 - 1830, αναθρεμμένος από Ιησουϊτες μοναχούς και καθηγητής Φυσικού και Κανονιστικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Ίνγκολσταντ, Ingolstadt) και τέσσερις ακόμη σύντροφοί του είχαν ιδρύσει στο Μόναχο της Βαυαρίας την πρωτομαγιά του 1776 την οργάνωση «Ένωση των Τελειοποιητών» («Bund der Perfektibilisten»), που αργότερα μετονομάστηκε σε «Τάγμα των Πεφωτισμένων» («Der Illuminatenorden», «Illuminati», «Ιλλουμινάτι») κατά τα μυστικά, ιεραρχικά και δομικά πρότυπα των Ιησουϊτών και αμέσως μετά είχαν επιχειρήσει διείσδυση στον Ελευθεροτεκτονισμό, τον οποίο ήδη από το 1774 ο Βαϊσχάουπτ θεωρούσε ανεπαρκή να πολεμήσει την θεοκρατία, αλλά χρήσιμο ως δομή για την διάδοση των ιδεών του ( για τον λόγο αυτόν ο Βαϊσχάουπτ μυήθηκε στις αρχές της επόμενης χρονιάς, δηλαδή του 1777, στην στοά «Theodor zum guten Rath» του Μονάχου).
Σκοποί της οργάνωσης των «Πεφωτισμένων» ήσαν «η αμοιβαία βοήθεια και υποστήριξη των μελών της, η επίτευξη του ανωτάτου βαθμού ηθικής και αρετής και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την αλλαγή του κόσμου μέσα από την συνεργασία των ενάρετων ανθρώπων που θα τους κάνει ικανούς να αντισταθούν στην προέλαση του κακού και της αχρειότητας», αλλά απώτερος σκοπός ήταν η ανατροπή παντού στην Ευρώπη της χριστιανικής θεοκρατίας και των μοναρχικών απολυταρχιών, κάτι που για ένα πολύ βραχύ διάστημα και εντοπισμένο σε μερικές μόνον γαλλικές πόλεις θα πετύχαιναν εν μέρει έπειτα από κάποια χρόνια οι Γάλλοι «Ιακωβίνοι» (κάποιοι εικάζουν, δίχως όμως στοιχεία, ότι τα απομεινάρια των «Πεφωτισμένων» έπαιξαν δήθεν σημαντικό ρόλο στην προπαρασκευή της Γαλλικής Επανάστασης, ο δε Γράβιγγερ υποστηρίζει ότι εκπρόσωπός τους στην Γαλλία ήταν ο Μιραμπώ και σημειώνει ότι αυτό «εξηγεί ίσως τον αιφνίδιον και μυστηριώδη τρόπον του θανάτου του»).
Ο Κνίγκε προσχώρησε στους «Πεφωτισμένους» το 1780 υπό το ψευδώνυμο «Φίλων» («Philo»), ένωσε τις δικές του γνώσεις περί «Εσωτερισμού» με την στοχοθεσία του Βαϊσχάουπτ για πολιτική επανάσταση και έκανε πολλή δουλειά, ποιοτική όσο και ποσοτική, στην διαμόρφωση της ιδεολογίας, αλλά και των εσωτερικών τυπικών της οργάνωσης. Εκείνο που παρήγαγε (ήδη ολοκληρωμένο τον Ιανουάριο του 1782), συν την υψηλή υπόληψη που απολάμβανε στους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους, συνετέλεσαν στην θεαματική αύξηση των μελών της οργάνωσης που μέχρι τις αρχές της άνοιξης του 1782 είχε αποκτήσει 500 περίπου μέλη. Επίσης ο Κνίγκε προχώρησε στην βελτίωση και καλύτερη τεκμηρίωση τής υποτιθέμενης προέλευσης της οργάνωσης από την αρχαιότητα (κλασικής για όλες τις μυστικές αδελφότητες), την οποία είχε εφεύρει ο Βαϊσχάουπτ, και καθιέρωσε 9 μυητικούς βαθμούς: Μαθητής, Εταίρος, Διδάσκαλος, Μείζων Πεφωτισμένος, Διευθύνων Πεφωτισμένος, Ιερεύς, Βασιλεύων, Μάγος και Βασιλεύς.

Με παρότρυνση του Βαϊσχάουπτ, που του προμήθευσε και τα σχετικά στοιχεία, ο Κνίγκε έγραψε το 1781 μια σειρά από άρθρα ενάντια στους «Ιησουϊτες» και τον Μάρτιο του 1781 τρία από αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας μέσα από την έγκυρη επιθεώρηση του ευρύτατα σεβαστού καθηγητή του Γκαίτινγκεν Σλαίτσερ (August Ludwig Schlözer, 1735 - 1809). Εικάζεται μάλιστα από κάποιους ότι ο κατάλογος των προσόντων του κατάλληλου για να ενταχθεί στην οργάνωση, που αποδίδεται στον Βαϊσχάουπτ, στην πραγματικότητα έχει συνταχθεί από τον Κνίγκε: «Eκείνος που δεν κλείνει τα αυτιά του στους θρήνους της αθλιότητας, ούτε την καρδιά του στην ευσπλαχνία. Eκείνος που είναι φίλος και αδελφός όσων δυστυχούν. Eκείνος που έχει καρδιά πρόθυμη στην αγάπη και την φιλία. Eκείνος που αντέχει στις αντιξοότητες, δεν κουράζεται να φέρει σε πέρας το έργο που ανέλαβε, εκείνος του οποίου η ψυχή μπορεί να συλλάβει μεγάλα σχέδια. Eκείνος που περιφρονεί την αποδοκιμασία του πλήθους, όταν χρειαστεί να να υπερασπιστεί την αλήθεια και την αρετή, εκείνος που ακολουθεί αυτό που διατάσσει η καρδιά του. Eκείνος που δεν περιγελά τον ανήμπορο. Eκείνος που μισεί την οκνηρία. Eκείνος που δεν θεωρεί άχρηστη καμία γνώση». Την ίδια επίσης χρονιά (1781) ο Κνίγκε εξέδωσε με ψευδώνυμο δύο αντι-ιησουϊτικες μπροσούρες, τις «Μια Προειδοποίηση στους Γερμανούς Πρίγκιπες να φυλάσσονται από το πνεύμα και το μαχαίρι των Ιησουϊτών» («Avertissement aux princes allemands, pour les mettre en garde contre l'esprit et le poignard des Jésuites») και «Για στους Ιησουϊτες, τους Ελευθεροτέκτονες και τους Ροδόσταυρους» («Ueber Jesuiten, Freymaurer und deutsche Rosencreutzer»), την δεύτερη με το ψευδώνυμο «Joseph Aloys Maier» που υποτίθεται ότι ήταν πρώην «Ιησουϊτης».
Πολλές «προσωπικότητες» της συνομωσιολογίας (William T. Still, Nesta Webster, Gary Allen, κ.ά.) ισχυρίζονται μάλιστα ότι, με προτροπή του Κνίγκε, οι «Πεφωτισμένοι» ζήτησαν επίσημα στις 2 Δεκεμβρίου 1781 την αποδοχή τους από τον Ελευθεροτεκτονισμό και ότι αυτή όντως υλοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου 1782, πρώτη ημέρα του συνεδρίου του Βίλχελμσμπαντ (Wilhelmsbad) που διεξήχθη από τις 16 Ιουλίου μέχρι τις την 1 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Καθώς το προπαγανδιστικό υλικό των «Πεφωτισμένων» έφθασε και στην Γαλλία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Ρωσία, την Πολωνία, τις Κάτω Χώρες, την Σουηδία και την Δανία, ο αριθμός των μελών έγινε πλέον τριψήφιος. Το 1783 προσχώρησε στους «Πεφωτισμένους» με το ψευδώνυμο «Ααρών» ο δούκας Φερδινάνδος του Μπράουνσβαϊγκ (Ferdinand, Duke von Brunswick, 1721 - 1792), ο πιο γνωστός ηγέτης του τότε ευρωπαϊκού Τεκτονισμού, καθώς και οι Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749 – 1832, με το ψευδώνυμο «Άβαρις»), Νικολάϊ (Christoph Friedrich Nicolai, 1733 – 1811, με το ψευδώνυμο «Λουκιανός») και Χέρντερ (Johann Gottfried von Herder, 1744 – 1803, με το ψευδώνυμο «πάπας Δάμασος»).
ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΥΣ»
Από το 1783 όμως άρχισαν να φαίνονται σημάδια ρήξης ανάμεσα στους δύο άνδρες, μιας ρήξης που οριστικοποιήθηκε στις 20 Απριλίου 1784. Αποχωρώντας την ίδια ημέρα από τους «Πεφωτισμένους», ο Κνίγκε κατήγγειλε τον Βαϊσχάουπτ για «ιησουϊτισμό», αν και, πιστός στον όρκο του, υπέγραψε την 1η Ιουλίου ένα σύμφωνο να επιστρέψει στο Τάγμα όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα τυπικά που είχε μέχρι τότε στα χέρια του, διατηρώντας παράλληλα πάντα τον όρκο σιωπής του. Την ίδια εποχή αποσύρθηκε και από τον Ελευθεροτεκτονισμό και ασχολήθηκε από εκεί και πέρα μέχρι το τέλος του βίου του με την λογοτεχνία. Σε λίγο ήλθε η διάλυση της οργάνωσης από την βαυαρική μυστική αστυνομία.
Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ «ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΩΝ»
Για την διάλυση της οργάνωσης, που στις αρχές του 1784 είχε πια περισσότερα από 3.000 μέλη, κατέθεσαν στις αρχές οι είτε εγκάθετοι, είτε προδότες Johann Sulpitius Marquis de Cosandey ή «Ξενοφών», Vitus Renner ή «Αναξίμανδρος», Joseph von Utzschneider ή «Ελλάνικος Λέσβιος», Georg Maximilian Johann von Dillis ή «Τιμαγόρας» και Georg Grünberger ή «Αρχύτας».
Στις 22 Ιουνίου 1784, παρακινημένος από τον εγκάθετο «Ελλάνικο Λέσβιο» που είχε αποχωρήσει από τον Αύγουστο του 1783, ο δούκας της Βαυαρίας Κάρολος Θεόδωρος (Karl Theodor, 1724 - 1799) εξέδωσε έδικτο με το οποίο έθετε εκτός νόμου στην επικράτειά του όλες τις μυστικές κοινωνίες. Τον Οκτώβριο, οι «Ελλάνικος Λέσβιος», «Αρχύτας» και «Ξενοφών» παρέδωσαν στην μυστική αστυνομία εσωτερικά έγγραφα της οργάνωσης και λίστες μελών της και στις 2 Μαρτίου 1785 (ενώ ο Βαϊσχάουπτ είχε ήδη διαφύγει από τις 16 Φεβρουαρίου στο Ρέγκενσμπουργκ, Regensburg) με ένα συμπληρωματικό έδικτο ο δούκας ανανέωσε την απαγόρευση, ονομάζοντας αυτή την φορά ειδικά τους «Πεφωτισμένους» και επανήλθε στις 16 Αυγούστου με ένα ακόμη εναντίον τους έδικτό του. Στις 18 Ιουνίου και 12 Νοεμβρίου 1785 και ο ίδιος ο πάπας Πίος ο 6ος καταδίκασε την οργάνωση σε δύο επιστολές που απηύθυνε προς τον επίσκοπο του Φράϊζινγκ (Freising) της Βαυαρίας.
Στις 11 Οκτωβρίου 1786 η μυστική αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι του «Πεφωτισμένου» βαρόνου και διπλωμάτη Τσβακ ή «Κάτωνα» (Franz Xavier von Zwack, 1755 - 1843) στο Λάντσατ (Landshut) και κατέσχεσε τον κρυπτογραφικό κώδικα της οργάνωσης, πλήθος τυπικών, ένα αθεϊστικό μανιφέστο, ένα σχεδίασμα για επέκταση με κλάδο γυναικών, δεκάδες αντίγραφα κρατικών σφραγίδων, ένα αρχείο 200 περίπου επιστολών ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη και δεκάδες «ανατρεπτικά» βιβλία. Στις 16 Αυγούστου 1787 ο δούκας της Βαυαρίας εξέδωσε το τέταρτο και καταληκτικό έδικτο ενάντια στους «Πεφωτισμένους», ορίζοντας ποινές για τα μέλη τους από δήμευση περιουσίας και ισόβια εξορία έως θανατική ποινή. Παρά την υπεράνθρωπη προσπάθεια τού εναπομείναντος ηγέτη των «Πεφωτισμένων» Μπόντε (Johann Joachim Christoph Bode, 1730 - 1793) να διατηρήσει ζωντανά, από την Βεϊμάρη όπου είχε καταφύγει, τα εκτός Βαυαρίας παραρτήματα της οργάνωσης, αυτά έπεσαν πολύ σύντομα σε παρακμή και τα τελευταία διαλύθηκαν το 1789.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι ιδέες που εξέφραζε ο Κνίγκε υπέρ των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, τον απομόνωσαν αρκετά γρήγορα από τους αριστοκράτες μέχρι πρότινος προστάτες του και του στέρησαν κάθε οικονομική στήριξη. Σε αυτή την άσχημη κατάσταση ήλθε να προστεθεί και μια μακρά περίοδος ασθενείας που τον έφερε σε πλήρη απόγνωση, αν και τα προβλήματά του μειώθηκαν αρκετά το 1790, όταν βρήκε μία αξιοπρεπή θέση διοικητικού υπαλλήλου στην Βρέμη (Bremen), που τότε αποτελούσε μία από τις πιο φιλελεύθερες πόλεις του «Χανσεατικού Συνδέσμου». Δύο χρόνια πριν, είχε εκδώσει το βιβλίο του «Περί της Συναναστροφής με τους Ανθρώπους» («Über den Umgang mit Menschen»), ένα έργο για την πολιτισμένη και αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων που έμεινε κλασικό. Στο βιβλίο του αυτό, ο Κνίγκε δίνει κανόνες συμπεριφοράς για έναν ευτυχισμένο, ήρεμο και παραγωγικό βίο της ανθρωπότητας και έκτοτε στην γερμανική το όνομα του συγγραφέα εξισώθηκε με την καλή συμπεριφορά.
Μετά την εγκατάστασή του στην Βρέμη έγραφε ακατάπαυστα, αν και, επειδή υπερασπιζόταν ανοικτά την Γαλλική Επανάσταση και τους «Ιακωβίνους», συγκέντρωνε νέες αντιπάθειες προς στο πρόσωπό του. Για πάνω από ενάμιση αιώνα αγνοήθηκε συστηματικά από τους Γερμανούς ιστορικούς της λογοτεχνίας (ο κυριότερος σύγχρονος μελετητής και αναλυτής του είναι ο Jörg – Dieter Kogel), ενώ αρκετά κείμενά του είτε λογοκρίθηκαν, είτε απαγορεύθηκαν, είτε κατασχέθηκαν και κατεστράφησαν, είτε παραποιήθηκαν μετά τον θάνατό του. Πέθανε στην Βρέμη στις 6 Μαϊου 1796, σε ηλικία μόλις 44 ετών.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΥΣ»
Ο βραχύβιος αγώνας των «Πεφωτισμένων» αποδοκιμάστηκε έκτοτε από τους ελευθεροτέκτονες συγγραφείς, που, όπως και στην περίπτωση των «Καρμπονάρων», δεν επιθυμούσαν σύνδεσή τους με το στοιχείο της ανατροπής. Το ίδιο αποδοκιμάστηκε και από απροκάλυπτα αντιδραστικούς ανθρώπους, είτε οπαδούς της χριστιανικής απολυταρχίας, είτε εχθρούς της πολιτικής ελευθερίας, είτε επιδέξιους εκφοβιστές των μεγάλων μαζών μέσα από τερατώδεις θεωρίες συνομωσίας, δυστυχώς πιστευτές από τους στερούμενους κριτικής σκέψης. Ο θεωρητικός της χριστιανομοναρχικής απολυταρχίας κόμης Ιωσήφ ντε Μαίστρ (Joseph – Marie, comte de Maistre, 1753 – 1821, τον οποίο ο Émile Faguet περιέγραψε ως «πωρωμένο θεοκράτη») έγραψε χαρακτηριστικά: «το όνομα των Πεφωτισμένων είχαν οι εγκληματίες εκείνοι οι οποίοι τόλμησαν να συλλάβουν το σχέδιο και να οργανώσουν στην Γερμανία την πλέον εγκληματική οργάνωση, με πρόγραμμα να εξαλείψουν από την Ευρώπη τον Χριστιανισμό και τους ηγέτες της». Ο Πέτρος Γράβιγγερ καταθέτει αντίθετα με πιο ήπιο τρόπο την, σαφή ωστόσο, απαξίωσή του στο λήμμα «Φωτισμένοι» της «Εγκυκλοπαίδειας Εσωτερισμού»: «σκοπός αυτού (του Βαϊσχάουπτ) ήτο αφ’ ενός ο εξευγενισμός των ανθρώπων και αφ’ ετέρου ο αγών εναντίον των Ιησουϊτών. Επειδή όμως δυσκόλως συνεκέντρωνεν οπαδούς, παρουσίασε το Τάγμα του ως τον γνήσιον Ελευθεροτεκτονισμόν και προσεπάθησε να υπαγάγη υπό την επήρειάν του ολοκλήρους Στοάς. Κατά πόσον τα ελατήρια τα οποία τον υπεκίνησαν ήσαν ειλικρινή, είναι θέμα το οποίον και σήμερα συζητείται…».
πηγη:http://knol.google.com/k/vlassis-rassias/