ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Είπον Μόρτηδες

Σήμερα είπα να μιλήσουμε σε μια γλώσσα ξεχασμένη. Μια γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσαν οι μάγκες των περασμένων ετών . Μια γλώσσα παρακατιανή που πολλοί άνθρωποι την θεωρούν χυδαία. Πολλοί,που είναι αγκιστρωμένοι εις τα θέσφατα ίσως παραπονεθούν. Δεν πειράζει. Που και που πρέπει να αναταράσσουμε λίγο τα νερά της καθώς πρέπει κοινωνίας μας.

Λοιπόν αρχίζουμε

Ήρωας της ιστορίας μας ο Λεωνίδας. Ένα ξηγημένο μαγκάκι του Πειραιά που η μπόχα της κοινωνίας τον οδήγησε να ψάξει να βρει το πραγματικό νόημα της ζωής. Είχε βαρεθεί τους τσαμπουκάδες, τα αγαπητηλίκια, τις μόντες , και ζήτουνε κάτι που θα άλλαζε το κατήφορο που είχε πάρει.

Είχε λοιπόν ακούσει για μια αδελφότητα , του Μασσώνους, για τους οποίους στη πιάτσα ακούγονταν διάφορα. Άλλοι λέγανε ότι κονομάνε χοντρά, άλλοι ότι ανεβάζουνε και κατεβάζουνε Μινίστέρους, και άλλοι ότι έχουνε το διάολο μεσ’ τη κούτρα τους και κάνουνε πράματα που ακόμα και ο Σταύρακας από τα Καμίνια θα τρόμαζε. Άλλοι λένε όμως ότι πρόκειται για κάτι ζηγημένα ανθρωπάκια τα οποία προσπαθούνε να φτιάξουν ετούτο το μπορντέλο την κοινωνία και να κάνουν τους φουκαράδες να νιώσουν καλύτερα. Ακόμα είχε ακούσει από ένα μπάρμπα του γιατρό ότι προσπαθούν να χτίσουν κάτι μέσα τους λέει για να γίνουν και οι ίδιοι καλύτεροι, , κάτι σαν πνευματικοί μπετατζήδες, που αντί για μπετονιέρες και πηλοφόρια χρησιμοποιούν βιβλία . Η μάντρα είχε φράχτη (1)αλλά θα δοκίμαζε. Είχε βαρεθεί να είναι μια ζωή κουλάφας (2).

Με τη βοήθεια του θείου του γιατρού Μαράτου που ήταν Μασσώνος στη Ζάκυνθο, ένα νησί τίγκα από δαύτους , έγινε με τον καιρό δεκτός σε μια Στοά. Για να μην σας κουράζω έφθασε η μέρα της μύησης. Ο Λεωνίδας σκιάχτηκε ς από το άγνωστο και από αυτά που άκουσε για αρχιτέκτονα του σύμπαντος, για πελέκημα του λίθου που είχε μέσα του, αλλά και από τα χτυπήματα του σφυριού που κράταγε ένας μάγκας καθισμένος σ’ ένα θρανίο που του θύμιζε το δάσκαλό του το Φριτζίλα , το φόβο και τον τρόμο του σχολείου που με χέρι σαν κουπί αν σου έσκαγε μπάτσο έβλεπες τον ΜΑτΣ μπάρμπα.

Δεν κατάλαβε πολλά από συμβολισμούς και τυπικά αλλά κάτι μέσα του έλεγε ότι έκανε το σωστό. Όλα κύλισαν ομαλά αν εξαιρέσουμε σε μια στιγμή της μύησης όπου αισθάνθηκε στο στήθος του ένα ξίφος, νομίζοντας ότι απειλούνταν τράβηξε τη φαλτσέτα και είδαν και έπαθαν να τον πείσουν ότι ήταν μέρος του τυπικού.

Του άρεσε που ποια τον αποκαλούσαν αδελφό άνθρωποι μπρατσεράτοι (3) διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Η Στοά είχε στρατιωτικούς, καρακόλια, εμπόρους, γιατρούς. Τι κιαν στο σχολείο έπαιρνε όμικρο κουλούρα με θαυμαστικό και πέντε τόνους. Τώρα ήτουνε κάποιος. Δεν ήταν πια ρεφούζι (4) . Μα ποιο πολύ από όλα του άρεσε το φαγοπότι μετά από τις συναντήσεις, το Δείπνο της Αγάπης όπως το έλεγαν οι αντάμηδες . Εκεί να ήσουνα μάγκα μου να δεις. Τι φαγιά τι κρασιά. Το καλύτερο όμως ήτουνε το ντουμάνι, αυτή η γλυκιά καπνιά λες και είχανε κάψει δέκα δράμια Προυσαλιό (5) ο καθένας. Ξεθάρρεψε και ο Λεωνίδας και άναψε και αυτός την τσικουλάτα του. Το λοιπόν εκείνο το βράδυ στο δωματιάκι θα νόμιζες ότι κατεβαίνανε άγγελοι και δαίμονες για να μπούνε στη παρέα τους.

Με τον καιρό ο Λεωνίδας έπαιρνε τσου βαθμούς που συνοδευότανε από κάτι γυαλιστερά τσαμασίρια (7) που αν τα βλέπανε στην πιάτσα να τα φοράει θα νομίζανε ότι το μπάταρε και έγινε κουνιστή πολυθρόνα(8). Μπήκε και σε επιτροπές όπου συζητούσαν με τις ώρες πολύ σημαντικά θέματα όπως τι χρώμα κουρτίνες θα βάλουν ή τι φαγητό θα τρώνε. Και άλλοι βαθμοί και άλλες επιτροπές . Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά γινόντουσαν και κάτι συζητήσεις να σου φύγει το κλαπέτο. Αν λέει η θερμότητα είναι φυσικό φαινόμενο ή έχει εσωτερικές διαστάσεις και άλλα τέτοια που ούτε ο Αραποβλάσταρος ο Μαχμούτ , που στον Περαία τον είχαν περί πολλού ως γραμματιζούμενο, δεν θα καταλάβαινε γρι.

Ένα πράγμα δεν μπορούσε να χωνέψει ο Λεωνίδας και τον κατέτρωγε σα διάολος. Η απάντηση ορισμένων καρντασιών ,όπου με ύφος σαν το αντιπρόσωπο του Γιαραμπή στον κόσμο, του Πάπα, ότι ο Μασσωνισμός είναι δρόμος μοναχικός.<< Μα εγώ>>, σκαφτότανε, <<στον καφενέ του Σταμάτη του Μαύρου που πηγαίνω και που όλοι βράζουμε στο ίδιο ζουμί, και που μας λείπουν οι 99 δραχμές για να κάνουμε κατοστάρικο, που τρώμε ψίχαλα πίνουμε ρετσίνα και που αν πέσει στα χέρια μας καμιά ωχρή (9)τη δίνουμε στην Αγγέλλω τη χήρα με τα δύο ορφανά μπας και καταφέρει να ξεχειμωνιάσει, εκεί μέσα νιώθουμε όλοι καρντάσια. Με τα στραβά μας και τα ανάποδα μας. Με τους τσαμπουκάδες μας και τα μπινελίκια μας είμαστε καρντάσια, και ας τολμήσει κανείς να πειράξει κάποιον από εμάς. Βέβαια δεν συζητάμε τόσο δύσκολα πράγματα ούτε να πούμε φτιάχνουμε τόσο περίπλοκες επιτροπές. Εκεί ο Αραποβλάσταρος κάνει μαθήματα ιδιαίτερα. Μας δίνει συμβουλές όπως να μην χαλάμε πολλά λεφτά καθόσον αν χαλάς ο άλλος είναι φθονερός και ψάχνει να βρει που τα κονόμησες, και από την άλλη να δίνουμε στους φτωχούς διότι φτωχός είναι εκείνος που δεν έχει το θάρρος να κλέψει και πάει χαμένος. Να σεβόμαστε τη γυναίκα και την οικογένεια του αδελφού, και άμα έχει ανάγκη να του δίνουμε ακόμη και το σώβρακο μας. Να προσέχουμε τα παιδιά των αδελφών μας, διότι εάν δεν τα κάνουμε όλα αυτά όχι μάγκες δεν είμαστε αλλά ούτε λουλούδες του λιμανιού.>>

Με τα χρόνια ο Λεωνίδας πληγώθηκε από όλα αυτά τα παράξενα που έβλεπε. Ταλαιπωρούσε το μυαλό του αλλά δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τα δήθεν και τους δήθεν. Ο Μασσωνισμός είχε ακουμπήσει την ψυχή του αλλά οι Μασσώνοι όχι. Ο Μασσωνισμός του είχε δείξει το μονοπάτι για να γίνει καλύτερος. Η ιστορία του Μεγάλου Διδασκάλου που τον σκότωσαν τα τρία λαμόγια, οι βοηθοί του, τον συγκινούσε γιατί του θύμιζε πόσο αχάριστοι είναι οι άνθρωποι και τόσο φθονεροί.

Η βοήθεια προς το συνάνθρωπο ήταν κάτι που έκανε με κάθε ευκαιρία. Όποτε μπορούσε και όπως μπορούσε. Έτσι περάσανε τα χρόνια. Χρόνια με λύπες και χαρές, ανάμεσα στη Στοά και την Ταβέρνα του Σταμάτη όπου όταν τσαντίζονταν ή στεναχωριόταν από τους <<αδελφούς>> πήγαινε να ακούσει τον Αραποβλάσταρο. Αυτόν το αμόρφωτο διδάσκαλο ο οποίος κατείχε το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Πώς να μιλά στην καρδιά του άλλου.

Αυτά λοιπόν κι άντε δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, ο Γιαραμπής να δώσει να βρείτε κι εσείς έναν Αραποβλάσταρο

Είπον Μόρτηδες.

Λεξιλόγιο

1) Υπήρχε δυσκολία

2) Ταπεινός

3) Με καλή κοινωνική θέση

4) Ρεμάλι

5) Χασίσι από την Προύσα

6) Μαύρο

7) Μπιχλιμπίδια

8) Κίναιδος

9) Λίρα