ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Jean- Claude Bousquet - Η ΜΑΣΟΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (ομιλία συνεδρίου 10-06-2006)



Πριν από μερικά χρόνια, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο εξωτερικό περνώντας μπροστά από κάποια κτίρια κτισμένα σε ρυθμό κάπως αυστηρό και επιτηδευμένο, άκουσα κατάπληκτος την παρατήρηση ενός από τους επισκέπτες: «πόσο αυτή η σύγχρονη αρχιτεκτονική χάνει γρήγορα την αξία της!»

            Η παρατήρηση αυτή είναι συζητήσιμη. Υπάρχει μια σύγχρονη αρχιτεκτονική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λιγότερο ευάλωτη στις ιδιομορφίες των καιρών. Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε ότι η σύγκρισή της με τους αρχαίους ελληνικούς και τους χριστιανικούς καθεδρικούς ναούς είναι συντριπτική. Κι όμως αυτά τα μνημεία υπήρξαν για την εποχή τους νεωτεριστικά. Ποια παράξενη ιδιότητα τα έσωσε από  την κοινή φθορά; Η ποιότητα των υλικών; Η αρμονία των αναλογιών; Η τέλεια εναρμόνισή τους με το περιβάλλον; Και απ’ όλα αυτά προφανώς, μα και κάτι άλλο επίσης. Ένα άλλο στοιχείο που είναι δύσκολο να το προσδιορίσει κανείς, και με την πιο απλή λέξη θα ονομάζαμε συνάντηση· συνάντηση ενός βασικού και συνάμα απροσδιόριστου στοιχείου, που εδραιώνει τον άνθρωπο- και συγχρόνως τον υπερβαίνει.

Αυτό που ισχύει επίσης για την αρχιτεκτονική, ισχύει επίσης για τη σκέψη, τις ιδέες και τους θεσμούς που τις υπερασπίζονται. Και αυτές έχουν δεχθεί το πλήγμα του χρόνου. Πολιτικά κόμματα, φιλοσοφικά ρεύματα, καλλιτεχνικές τάσεις και σχολές, οικονομικά συστήματα, συντάγματα και νόμοι, πολλές φορές μάλιστα και επιστημονικές θεωρίες αναμείχτηκαν μέσα στον «κοινό λάκκο του χρόνου» , όπως έλεγε και ο Brassens. Μέσα στη γενική σφαγή, οι θεσμοί που κατόρθωσαν να διαβούν την καμπή του αιώνα μετριούνται στα δάχτυλα των δυο χεριών· ίσως μάλιστα και το ένα μόνο χέρι να αρκεί.

            Ως εκ τούτου, αφού οι ίδιες αιτίες δημιουργούν τα ανάλογα αποτελέσματα, γιατί να μη θεωρήσουμε ότι και αυτή η μακροβιότητα είναι αποτέλεσμα μιας συνάντησης, μιας σύμπτωσης ανάμεσα σ’ αυτό που εδραιώνει τον άνθρωπο και σ’ αυτό που τον υπερβαίνει. Η ερώτηση λοιπόν γίνεται δισδιάστατη: τι είναι αυτό που εδραιώνει τον άνθρωπο; Τι είναι αυτό που τον υπερβαίνει;

             Η πρώτη ερώτηση έχει μια απλή απάντηση: αυτό που εδραιώνει τον άνθρωπο είναι η λογική. Όχι μόνο η αίσθηση που τη μοιράζεται από κοινού με τα άλλα όντα, αλλά η λογική, δηλαδή η ικανότητα να αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν ένα σύνολο που διέπεται από συνάφεια, από το οποίο σύνολο απορρέουν νόμοι και τους οποίους μπορεί να εφαρμόζει. Αυτό ακριβώς συνέβη, την ημέρα που ένα τετράποδο ανάμεσα σε πολλά άλλα είχε την παράξενη ιδέα να γίνει δίποδο, με αποτέλεσμα η νέα αυτή στάση του κρανίου του να του επιτρέπει να αποκτήσει έναν δεύτερο εγκέφαλο, και το ώθησε να περάσει από την ησυχία του ενστίκτου του στην ανησυχία του πεπρωμένου.

            Αυτές οι τελευταίες λέξεις απαντούν εν μέρει στην άλλη ερώτηση. Τι είναι στην πραγματικότητα αυτό που υπερβαίνει τον άνθρωπο, αν όχι αυτή η αντιπαράθεσή του, σώμα με σώμα με το πεπρωμένο, αυτή η αναμέτρηση, χαμένη εξ αρχής, που ωστόσο φανερώνει το μεγαλείο ενός Προμηθέα και την αξιοπρέπεια ενός Σίσυφου; «Ένας σπινθήρας που ενυπάρχει πάντα μέσα στον ανθρώπινο πυρόλιθο», όπως με θαυμάσιο τρόπο εκφράζει ο Saint John Perse. Αυτό το ακαθόριστο στοιχείο μπορεί να ονομαστεί- για να έρθουμε στην ουσία του πράγματος και να το δεχτούμε βάσει αποδείξεων- η πνευματικότητα. Αυτή θα μπορούσε να αποδείξει ότι κάποιοι άνθρωποι έκτισαν καθεδρικούς ναούς· ότι άλλοι, με ανείπωτες συνέπειες, μετέφεραν μέσα σ’ ερήμους και πάνω σε κορυφές τα υλικά απίθανων πυραμίδων, κι ότι άλλοι τέλος, σαν μια άλλη μαρτυρία – που είναι ωστόσο όμοια- συνέλεξαν κι εφάρμοσαν θρησκευτικούς κανόνες και θεσμούς.

            Ο θεσμός. Εδώ βρίσκεται το νήμα που καθοδηγεί τη μασονική πορεία. Και είναι σαφώς καθοδηγητική η πορεία, αφού συνταιριάζει τις βασικές αξίες που μόλις διευκρινίσαμε. Οι θεσμοί μας διέπονται πάντα από μια βαθειά πνευματικότητα. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια υπερφυσική πνευματικότητα με την κοινή έννοια του όρου, αλλά για μια πνευματικότητα που έχει τις ρίζες της στη γη, στην καρδιά της ζωής, στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή τη λογική. Λογική και πνευματικότητα είναι για μας στοιχεία αναπόσπαστα. Αφού λοιπόν το θέμα αυτής της εισαγωγής είναι η συνάντηση, μου φαίνεται σωστό να επεκτείνω την ιδέα και να ερευνήσω το σημείο συνάντησης αυτής της λογικής και αυτής της πνευματικότητας.
                                               
Η μασονική πορεία στηρίζεται στη λογική· αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, αρκεί να συνειδητοποιήσει τη διττή της κληρονομιά. Κατ’ αρχήν έλκει τις ρίζες της από αυτούς που οικοδόμησαν τους καθεδρικούς ναούς και είναι προφανές ότι είναι αδύνατο να οικοδομήσει κανείς δίχως σχέδιο και κατά συνέπεια δίχως συλλογισμό· και κατά δεύτερο λόγο απορρέει από τη θεωρητική φραμασονία η οποία, ως γνωστό, έχει σχέση με την φιλοσοφική σκέψη του 18ου αιώνα (εποχή του Διαφωτισμού). Κοινός στόχος της φιλοσοφικής αυτής τάσης ήταν η πάλη ενάντια στην άγνοια, το φανατισμό και τη δεισιδαιμονία: και τέτοιοι αγώνες πραγματοποιούνται με μόνο οδηγό τη λογική.

Ωστόσο θα πρέπει να προχωρήσει κανείς πιο μακριά, διότι η λογική θα μπορούσε να ηχήσει σαν ένας όρος χωρίς νόημα μέσα σε μια κοινωνία που δεν διακατέχεται από την έννοια της αίσθησης. Για το λόγο αυτό η μασονία, που ως γνωστό, δεν επιβάλει κανένα δόγμα, καμία θεωρία, καμία ιδεολογία, στηρίζεται σ’ ένα αξίωμα, αυτό της αίσθησης, της σημασίας του κόσμου και της ζωής.

Και θα ήθελα να σημειώσω εδώ ότι η λέξη αξίωμα δεν έχει εδώ μεταφορική έννοια, αλλά χρησιμοποιείται με την κύρια σημασία της, δηλαδή τη γεωμετρική. Το αξίωμα ορίζεται πράγματι σαν μια βασική αρχή, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να επαληθευτεί και αποδεικνύεται μόνον από τις συνέπειες που προκαλεί, και οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς αυτή τη βασική αρχή. Το καλύτερο παράδειγμα είναι το αξίωμα του Ευκλείδη: από ένα σημείο, ενταγμένο μέσα σ’ ένα σχέδιο, δε μπορούμε να χαράξουμε παρά μόνο μια γραμμή παράλληλη προς μια ευθεία. Αυτό είναι προφανές, αρκεί ένα φύλλο χαρτιού για να το διαπιστώσει κανείς, ωστόσο καμία απόδοση δεν έχει ποτέ δοθεί. Παρ’ όλα αυτά, ένα ολόκληρο σκέλος της γεωμετρίας, που ονομάστηκε ευκλείδειος γεωμετρία, στηρίζεται πάνω σ’ αυτό το θεώρημα.

Το ερώτημα της αίσθησης (αντίληψης) απορρέει από μια ανάλογη συλλογιστική. Κανείς ποτέ δεν απέδειξε ότι η ζωή έχει κάποιο νόημα, και πολύ φοβάμαι ότι κανείς δεν θα το αποδείξει ποτέ. Όμως στην αντίθετη περίπτωση κάθε ενέργειά μας θα απέβαινε μάταιη και φυσικά μάταιη θα ήταν και η πορεία της μασονίας.

Εάν λοιπόν δεχτούμε αυτό το αξίωμα της αίσθησης- δηλαδή της ικανότητας να αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων – καταλήγουμε σε δυο συνέπειες – σε δυο πορίσματα, για να παραμείνουμε στο χώρο της γεωμετρίας: την έννοια της τάξης και τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.

Η μασονία εντάσσεται στην αρχαιότατη κατηγορία των μυστικιστικών ταγμάτων. Αυτές οι λέξεις ηχούν βαριά. Ο φιλόσοφος Karl Jaspers, ο οποίος δε φαίνεται να υπήρξε μασόνος, απέδωσε μια σκέψη του με λέξεις που μπορούν να εκφράσουν την άποψή μας: «εάν δε θέλουμε να διασκορπιστεί η ζωή μας, θα πρέπει να την εντάξουμε μέσα σε μια τάξη πραγμάτων».

Αυτή η τάξη πραγμάτων είναι κατ’ αρχήν κοσμική. Ο ελληνικός όρος κόσμος σήμαινε αρχικά αρμονία, κάλλος, απ’ όπου προέρχεται και ο σημερινός όρος καλλυντικός. Και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ο λατινικός όρος mundu σήμαινε αρχικά ένα μικρό κουτί όπου η νύφη έκρυβε τα πιο ακριβά κοσμήματα που της είχαν χαρίσει. Αυτή η παράλληλη εξέλιξη της έννοιας του κάλλους και της έννοιας του κόσμου δεν είναι βέβαια απλή σύμπτωση.

Η ιδέα στην οποία κατέληξαν οι Έλληνες φιλόσοφοι, και ιδιαίτερα ο Πλάτων, είναι ότι ο άνθρωπος οφείλει να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στην πορεία που του υποδεικνύει το σύμπαν: την εξέλιξη από το πρωταρχικό χάος στην τάξη, την αρμονία. Οι σύγχρονοι διανοητές έχουν, εξάλλου, επεκτείνει αυτή την παρατήρηση όπως ο Einstein που μιλά για την «ύψιστη τάξη που θα μπορούσε να απορρεύσει από ένα διαρκές χάος». Αλλά και πριν από τον Einstein η φραμασονία του Τυπικού της Σκωτίας (Τυπικόν Σκωτίας Παλαιόν και Αποδεκτόν) είχε υιοθετήσει το ρητό: “ordo ab chao” (τάξις απορρέουσα εκ του χάους). Αυτή η ιδέα εξηγεί την παρουσία πολλών κοσμικών συμβόλων μέσα στους ναούς μας.

            Έχουμε εδώ μια απάντηση που εξηγεί την τάση που εκφράζουν οι δυτικές μας κοινωνίες και που αφορά στην απόρριψη κάθε μορφής εξουσίας και πειθαρχίας. Για τον άνθρωπο που επιτυγχάνει να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με αυτό που θεωρεί ως φυσική τάξη πραγμάτων μέσα στον κόσμο (να εντάξει δηλαδή τον εαυτό του μέσα στο σύστημα) ο κανόνας που ακολουθεί δεν είναι πλέον απόρροια μιας εξωτερικής δύναμης που τον υποχρεώνει να ενταχθεί αλλά η κατάληξη μιας εσωτερικής διεργασίας και προσωπικής αναζήτησης. Είναι αυτό που εννοούσε ο ιερός Αυγουστίνος με τη φράση «αγάπα και πράξε αυτό που επιθυμείς», ρήση που επαναλαμβάνει ο Rabelais στην abbaye de Thélème (κοινόβιο του Θελήματος). Η πιο σημαντική λέξη σ’ αυτή τη φράση είναι ο σύνδεσμος «και»: πέρα από ένας απλός συμπλεκτικός σύνδεσμος, η λέξη αυτή συνοψίζει τη διεργασία του ανθρώπου να ενταχθεί στην έννοια της αγάπης που θα τον οδηγήσει στην αληθινή ελευθερία, αυτή που πηγάζει από τη συνειδητή γνώση, είναι δηλαδή στην κυριολεξία η έκφραση του ανθρώπου που δρα «εν γνώσει του».

            Στη συνέχεια ένα δεύτερο πόρισμα εξάγεται: η σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Το γεγονός ότι η έννοια της τάξης ενυπάρχει στο σύμπαν και το γεγονός ότι αυτό το σύμπαν έχει κάποιο νόημα δεν είναι τυχαίο. Θα ήταν αφελές να εξαρτήσουμε το κάθε γεγονός από κάποια αιτία, εκτός βέβαια από εκείνο το γεγονός που είναι η απαρχή όλων των άλλων.

            Ενώ όμως οι άνθρωποι εύκολα αποδέχτηκαν την έννοια της τάξης, στο θέμα του συσχετισμού αιτίας- αποτελέσματος πολύ γρήγορα βρέθηκαν αντιμέτωποι με διαφορετικές απόψεις, ιδιαίτερα στους κόλπους της μασονίας, όπως και σε άλλους χώρους, διαφορές που συχνά κατέληξαν σε αντιπαραθέσεις, ακόμη και συγκρούσεις.

            Για ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτές τις διαφορές μερικές μασονικές οργανώσεις συναντήθηκαν το 1875 στο Convent de Lausanne (Γενική Συνέλευση των Μασόνων στη Λοζάνη) όπου και υιοθέτησαν μια φόρμουλα αρκετά γενική και ικανή να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες συνειδήσεις: «Η φραμασονία αναγνωρίζει επισήμως την ύπαρξη μιας δημιουργικής αρχής με την επωνυμία Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος».
            Η Μεγάλη Στοά της Γαλλίας, σε αντίθεση με άλλα μασονικά σχήματα, παρέμεινε πιστή σ’ αυτή την αρχή η οποία επισημαίνεται μέσα στα θεμελιώδη κείμενα και διακατέχει το Τυπικόν Σκωτίας Παλαιόν και Αποδεκτόν. Η αρχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της δεϊστικής προοπτικής και όχι της θεϊστικής.[1]
           

Μερικοί φραμασόνοι αμφισβητούν αυτούς τους όρους γιατί διακρίνουν σ’ αυτούς κάποια κατάλοιπα δογματισμού. Ωστόσο οι φόβοι τους αυτοί είναι αβάσιμοι, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον όρο ντεϊσμός. Θα αρκούσε να ανατρέξουμε σ’ ένα ετυμολογικό λεξικό για να διαπιστώσουμε ότι η λέξη dieu (Θεός) προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα και σημαίνει αυτό που λάμπει, δηλαδή το φως. Η λέξη αυτή απέκτησε δογματική διάσταση από τη στιγμή που εντάχθηκε στο λεξιλόγιο των θεσμοθετημένων θρησκειών. Εξάλλου θα πρέπει να επιμείνουμε στη διάκριση ανάμεσα στον όρο ντεϊσμός και τον όρο θεϊσμός που προαναφέραμε : ο θεϊσμός δέχεται την ύπαρξη ενός dieu personnel (θεού υποστατικού) και του αναγνωρίζει κάποιες ιδιότητες όπως η καλοσύνη, η ευσπλαχνία και λοιπά. Όπως αποδεικνύει ο André Comte- Sponville, ο θεϊσμός στηρίζεται στην ουσία του Θεού, ενώ ο ντεϊσμός δέχεται μόνον την ύπαρξη του Θεού. Ως εκ τούτου, ο πρώτος όρος (θεϊσμός) εντάσσεται στο χώρο της αποκάλυψης (αλλιώς πώς θα μπορούσε κανείς να γνωρίσει τις ιδιότητές του;) ενώ ο δεύτερος όρος (ντεϊσμός) στηρίζεται στη λογική, στοιχείο που δικαιολογεί την αναφορά μας σ’ αυτή εδώ την παρουσίαση. 

            Πράγματι η λογική μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι κάθε φαινόμενο έχει ως απαρχή του μια αιτία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την παρούσα τάξη μέσα στο σύμπαν· αυτό μας οδηγεί να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη μιας δημιουργικής αρχής. Αλλά ο ντεϊσμός δε διαφέρει από το θεϊσμό μόνο στο επίπεδο της διεργασίας της σκέψης αλλά διαφοροποιείται και ως προς τις συνέπειές της, διότι η αρχή αυτή ορίζεται ως δημιουργική και όχι ως οργανωτική.

            Ήδη από το 19ο αιώνα, και ιδιαίτερα μετά τον Bacon και τον Locke, οι Άγγλοι φιλόσοφοι ανέπτυξαν πάνω στο θέμα αυτό μια θεωρία της βούλησης: «ένας από τους σκοπούς της ήταν να δικαιολογήσει τη δημοκρατική θεωρία της κοινωνίας, ιδέα που στηρίζεται, όπως αναφέρει ο Pierre Boutin, στο ότι η πολιτική τάξη δεν πηγάζει από τη θεία βούληση». Οι φιλόσοφοι αυτοί, χωρίς να αρνιούνται ότι η δημιουργία του κόσμου είναι έργο του Θεού, διευκρινίζουν ότι η έννοια της δημιουργίας πρέπει να διαχωρίζεται από την έννοια της λειτουργίας. Η διάστασή τους αυτή δεν ερχόταν σε αντίθεση με τη θρησκευτική άποψη της εποχής τους η οποία εμπιστευόταν στους ανθρώπους την οργάνωση του κόσμου. Στη συνέχεια, ο Désaguliers, ο οποίος μάλιστα με τη συμμετοχή του στα Συντάγματα του Anderson, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εξάπλωση της θεωρητικής φραμασονίας, θα επαναλάβει αυτές τις θέσεις, όπου αναφέρει την έννοια της Δημιουργικής Αρχής.

            Ο Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος παρουσιάζεται εδώ σαν ένα τριπλό σύμβολο: αίσθησης, ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Ένα σύμβολο αίσθησης με το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο αφού είναι ένας αρχιτέκτων ο οποίος κατέχει ένα σχέδιο· ένα σύμβολο ελευθερίας, διότι η έννοια της αρχής που προέρχεται από τη διεργασία του λογικού νου-και δεν είναι απόρροια μιας αποκάλυψης-καθιστά τον άνθρωπο υπεύθυνο της προσωπικής του αναζήτησης. Τέλος σύμβολο αξιοπρέπειας διότι ο μοναδικός δημιουργικός χαρακτήρας της αρχής αυτής καθιστά τον άνθρωπο υπεύθυνο για την οργάνωση του κόσμου και τον ορίζει συνεχιστή του αρχικού έργου.

            Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι αυτή η μασονική διάσταση που στηρίζεται στη λογική είναι μια διάσταση ανοίγματος και δε θα μπορούσε να ενταχθεί σε κανένα απολύτως σύστημα, ούτε ακόμη τον ίδιο τον ορθολογισμό. Με τρόπο λοιπόν φυσικό και σχεδόν αναγκαίο οδηγούμαστε στην έννοια της συνάντησης που προσδιορίσαμε πριν λίγο.

 Δυο συγγραφείς αναφέρουν αυτή τη μετάβαση-αυτό το «πέρασμα» από τη μια διεργασία στην άλλη –και η άποψή τους έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αφού εκφράζεται σε διαφορετικές εποχές. Για τον Pascal «η τελευταία διεργασία της λογικής καταλήγει στην αποδοχή ότι υπάρχουν άπειρα πράγματα που την υπερβαίνουν». Και ο Βachelard προσθέτει ότι «δεν πρέπει να διαχωριστούμε σε όντα που με βάση τη λογική αναζητούμε έννοιες σε χώρους που άπτονται της λογικής, και σε όντα που αναζητούμε το όν του φωτός που ενυπάρχει μέσα μας».
            Αυτή τη συνένωση των δυο διεργασιών, η φραμασονία την πραγματοποίησε σε δυο φάσεις, δε θεωρώ όμως απαραίτητο να εκθέσω εδώ τα βασικά της στοιχεία.

            Απέχουμε πολύ από το να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις απαρχές της φραμασονίας που επονομάζεται ενεργητική. Ωστόσο μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι γεννήθηκε μέσα στα εργοτάξια των καθεδρικών ναών: είναι υπόθεση των οικοδόμων.

            Και φυσικά όχι οποιονδήποτε οικοδόμων! Μπορεί εύκολα να αναλογιστεί κανείς πως μέσα στον πυρετό αυτού του εργοταξίου, μέσα στην ανάταση ψυχής που καλλιεργούσε η θρησκευτική πίστη κατά τον Μεσαίωνα, οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να θεωρήσουν την εργασία τους, αυτό το σμίλευμα του ιερού στοιχείου, σαν ένα απλό τρόπο για να κερδίσουν το ψωμί τους, εκτός κι αν προσδώσουμε σ’ αυτή την έννοια ένα ιδιαίτερο νόημα, διαφορετικό από την τρέχουσα σημασία του. Το επάγγελμα, η εργασία είχαν φορτιστεί εκείνη την εποχή με μια ιδιαίτερη σημασία· πέρα από το απλό νόημά της η εργασία αναδεικνυόταν ως φορέας μιας πνευματικής δημιουργίας. Η φραμασονία παρουσιάζεται λοιπόν σαν η πρώτη απόπειρα της συμφιλίωσης του ανθρώπου με την έννοια της εργασίας, διαχωρίζοντάς την έτσι από την έννοια της τιμωρίας που είχε επιβάλλει η αρχαία κατάρα.

            Έτσι λοιπόν, δυο ιδέες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, άρχισαν σιγά-σιγά να εδραιώνονται. Η πρώτη ιδέα ήταν ότι θεωρούσαν την αρχιτεκτονική όχι μια απλή τεχνική, αλλά την πλέον ολοκληρωμένη απ’ όλες τις τέχνες. Ένας Ρωμαίος αρχιτέκτονας, ο Vitruvins, είχε αναπτύξει αυτή την άποψη στην πραγματεία του “De architectura” (Περί αρχιτεκτονικής). Εντάσσοντας ελεύθερες τέχνες (γλυπτική, ζωγραφική) στο χώρο της αρχιτεκτονικής, ήθελε να υπογραμμίσει τη σημαντική αξία του κοσμικού συμβολισμού που απορρέει από τη σχέση αυτή. Τα κείμενα, γνωστά με τον όρο «παλαιά καθήκοντα» εξέφρασαν το ίδιο αυτό πνεύμα εξυμνώντας το έργο των οικοδόμων και υπογραμμίζοντας τις σολομωνικές ρίζες της γοτθικής τέχνης: έτσι εξασφαλιζόταν η συνέχεια ανάμεσα στους καθεδρικούς ναούς και το ναό του Σολομώντα. Μέσα σ’ αυτή την προοπτική θα μπορούσαμε να εντάξουμε τα “Status shaw” του 1598, όπου η μελέτη του αρχιτεκτονικού συμβολισμού συμπλήρωνε την μόρφωση των μαθητευόμενων και των συντρόφων τους, σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο μια αποφασιστική τάση στην ιστορία της φραμασονίας.

            Μια δεύτερη ιδέα, εξίσου σημαντική, είναι εύθραυστη έννοια της ταύτισης ανάμεσα στην πέτρα και στον τεχνίτη που τη σμιλεύει, ανάμεσα στο έργο και τον εργάτη. Ο Valéry, το εξέφρασε επιγραμματικά μέσα από τη σκέψη του αρχιτέκτονα Ευπαλίνου: «με το να οικοδομώ, νομίζω ότι έχω οικοδομήσει τον ίδιο μου τον εαυτό». Εάν ο Valéry ήταν ένας από εμάς, θα είχε ανακαλύψει την ιδέα αυτή μέσα σ’ ένα από τα τυπικά της οργάνωσής μας που μας ζητά να μη λησμονούμε ότι είμαστε η ύλη αλλά συγχρόνως και ο εργάτης του Ναού. Για το λόγο αυτό βρίσκουμε μέσα στο Ναό εργαλεία που έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Κατά το Μεσαίωνα ο πραγματικός καθεδρικός ναός που έπρεπε να οικοδομηθεί ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος· στη σημερινή εποχή ο πραγματικός ναός που πρέπει και πάλι να οικοδομηθεί είναι ο άνθρωπος. Εδώ και τώρα πρέπει να επιχειρήσουμε να ολοκληρώσουμε αυτό το καθήκον.

            Η δεύτερη φάση, όπως αναφέραμε, είναι η θεωρητική φραμασονία. Το μεγάλο αυτό κίνημα του 18ου αιώνα συνέβαλε ώστε η έννοια της μασονίας να περάσει από το συμβολισμό του επαγγέλματος στο συμβολισμό της πνευματικότητας.

            Δεχόμαστε ότι οι ενεργητικοί οικοδόμοι, που τους χαρακτήριζε αναμφισβήτητα ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, δεν είχαν νιώσει την ανάγκη να αναπτύξουν μια τέτοια πνευματικότητα. Κατά το 18ο αιώνα όμως η φραμασονία θα πάρει τις αποστάσεις της –χωρίς ωστόσο να αντιμάχεται-τόσο από το επάγγελμα του οικοδόμου, αφού αριθμεί όλο και λιγότερους ενεργητικούς οικοδόμους στους κόλπους της, όσο και από τη θρησκεία. Έρχεται λοιπόν τώρα να προστεθεί ένας τρίτος βαθμός, ο βαθμός των Διδασκάλων (Μάγιστρων) και ο μύθος του Hiram, βασικό στοιχείο του τυπικού μας.

            Έτσι, από την έννοια της λογικής που αποτελεί βασικό στοιχείο των οικοδόμων, περάσαμε σταδιακά στην αναζήτηση του Όντος του Φωτός που αναφέρει ο Bachelard.

            Είναι ωστόσο αλήθεια-κι αυτό θα μπορούσε να αιτιολογήσει μερικές αποσιωπήσεις-ότι είναι δύσκολο να οριστεί αυτή η πνευματικότητα, και η ασάφεια που τη διακρίνει περικλείει κινδύνους. Ο ίδιος όμως αυτός ο κίνδυνος δεν ενυπάρχει σ’ όλες τις βασικές έννοιες; Μήπως είναι αλήθεια πιο εύκολο να ορίσουμε την έννοια της ελευθερίας ή της ισότητας; Ένας αποτελεσματικός τρόπος θα ήταν να αντιπαραθέσουμε την ακριβώς αντίθετη έννοια, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο υλισμός. Υλισμός που όμως δεν ερμηνεύεται ως μια υπερβολική προσκόλληση στα αγαθά αυτού του κόσμου αλλά θεωρία που σηματοδοτεί ένα φιλοσοφικό σύστημα που διακηρύσσει τον πρωταρχικό ρόλο της ύλης και που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αυτόνομες πνευματικές οντότητες (ανεξάρτητες δηλαδή από αυτήν). Όπως πολύ σοφά αναφέρει ο André Comte- Sponville, εκεί όπου ο ιδεαλιστής θα έλεγε: «έχω ένα σώμα», ο υλιστής θα απαντήσει:  «είμαι ένα σώμα».

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε καταστάσεις που εξαρτώνται από τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου, η φραμασονία θεωρεί ότι υπάρχουν στον άνθρωπο διάφορες δυνάμεις και συχνά αντίθετες, όπως υπάρχει επίσης και η ικανότητα του ανθρώπου να υπερβαίνει τον εαυτό του, και αυτή είναι μια ικανότητα εσωτερικής απελευθέρωσης που ενισχύεται από τη διάθεσή του να μυηθεί. Από τη διάσταση αυτή απορρέει η άρνηση κάθε ντετερμινισμού, κάθε περιορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι σαφώς η πνευματικότητα που εμπνέει αυτή τη στάση, με την προϋπόθεση βέβαια αυτή η πνευματικότητα να παραμένει ανοιχτή και ως εκ τούτου να συμβαδίζει με την ελευθερία της σκέψης και να ενισχύει τις άλλες αξίες, όπως την ανεκτικότητα και την αδελφοσύνη.

Το συχνό λάθος που κάνουν όσοι επικαλούνται την πνευματικότητα –ιδιαίτερα όταν δεν την εμπιστεύονται-είναι ότι τη θεωρούν ως προς το απώτερο σημείο της κι όχι ως προς το χαμηλότερο, αναζητώντας περισσότερο την προέλευσή της παρά την κατάληξή της. Στην πραγματικότητα, σημασία δεν έχει εάν αυτή η πνευματικότητα μας έχει δοθεί από έναν θεό, από πολλούς θεούς ή από άλλες μυστικές δυνάμεις· μεγαλύτερη σημασία έχει η πορεία στην οποία μας καθοδηγεί, αυτό το ξερίζωμα, αυτό το «σμίλευμα του εαυτού» μας όπως αναφέρει ο Michel Foucault. Όπως αναφέρει ένας από τους παλαιούς Μεγάλους Διδασκάλους,, ο Henri Tort- Nouguès: «η οντολογική υπόσταση του ανθρώπου δεν έγκειται στο να είναι ο εαυτός του, αλλά στην ικανότητά του να τον υπερβαίνει, δηλαδή να είναι homo viator»..

Εάν θεωρήσουμε τους ανθρώπους ως φυσικά όντα, ο καθένας-εκτός κι αν του συμβεί κάποιο ατύχημα-είναι όμοιος με τους άλλους. Εάν όμως κρίνουμε τους ανθρώπους με κριτήριο την πνευματικότητά τους, ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και πάντα εξελίξιμος. Για το λόγο αυτό δε μπορεί να υπάρξει τάγμα μύησης που να μη στηρίζεται στην πνευματικότητα όχι μόνο από ιδεολογική άποψη αλλά και από μεθοδολογική αναγκαιότητα. Η φιλοσοφία του υλισμού μας θεωρεί έτσι όπως είμαστε. Η φιλοσοφία του πνευματισμού μας θεωρεί έτσι όπως δεν είμαστε πλέον… και έτσι όπως δεν έχουμε γίνει ακόμη.
Πριν μερικά χρόνια, η Μεγάλη Στοά της Αργεντινής, θέλοντας να τιμήσει τη Μεγάλη Στοά της Γαλλίας, είχε ζητήσει από το Μέγα Διδάσκαλό της να εγκαινιάσει τις εργασίες της στο Μπουένος Άϊρες εκφωνώντας τον εναρκτήριο λόγο. Επιθυμώντας λοιπόν να τιμήσω τους οικοδεσπότες μας, έψαξα μια ρήση ενός Αργεντινού συγγραφέα και βρήκα στον Βorgès, μια σκέψη που με συγκίνησε  βαθειά:

«το ενδεχόμενο μιας αποκάλυψης που δεν θα πραγματοποιηθεί». Δεν είναι αντιφατικό να προσπαθεί κανείς να προσπαθεί κανείς να συνταιριάσει το ενδεχόμενο με το αδύνατο; Αυτό όμως δεν υφίσταται στη περίπτωση που οι μαθηματικοί ονομάζουν «ασύμπτωτη», δηλαδή μια καμπύλη που πλησιάζει έναν άξονα χωρίς ποτέ ωστόσο να τον συναντά παρά μόνον στο άπειρο. Ο Borgès μου προσφέρει λοιπόν το συμπέρασμά του: με το να τείνουμε συνεχώς προς την αλήθεια χωρίς ποτέ να την κατέχουμε, πλησιάζουμε προς μια ασύμπτωτη πνευματικότητα».

                                                            Jean- Claude Bousquet
                                                            Μεγάλη Στοά της Γαλλίας



[1] Για τον όρο déisme/ déiste, ορθότερη φωνητική απόδοση είναι ο όρος ντεϊσμός/ ντεϊστής, βλ. και λήμμα δεϊσμός/ Papyrus Larousse Britannica.